Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Φωνή αληθείας από το Άγιον Όρος, Περί Εσχατολογίας, του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού

23 Ιουνίου 2023

Φωνή αληθείας από το Άγιον Όρος, Περί Εσχατολογίας, του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Μεσαιωνικό χειρόγραφο της Αποκάλυψης

Μεσαιωνικό χειρόγραφο της Αποκάλυψης

 

Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Δεν νομίζω να υπάρχει αρμοδιωτέρα ρήσις των όσων η θεία αποκάλυψις και Γραφή επεσήμανε προς τους ραθυμούντας και κοιμωμένους απογόνους του Αδάμ, παρά τούτη που ο Πρωταπόστολος εκήρυττε μεγαλοφώνως: «Μετανο­είτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Όσον ουν περί του «μετανοείτε» είναι πάντοτε επίκαιρον, αφού δεν εφυλάξαμεν τα καθήκοντα του καθολικού προορισμού, ουδέ τας συνθήκας του βαπτίσματος. περί όμως του λοιπού ρήματος «ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», είναι καταφανές εις τας ημέρας μας ότι τα σημεία των καιρών εκορυφώθη και οι πράγματι και ονόματι υποκριταί του ιερατικού καταλό­γου πειράζοντες εζήτουν να τους δοθούν σημεία για να δια­γνώσουν την περί αυτούς γενομένην οικονομίαν, ο Πανά­γαθος τους απεστόμωσε καταλλήλως. «Υποκριταί, τους εί­πε, το πρόσωπον του ουρανού γινώσκετε διακρίνειν, τα δε σημεία των καιρών ου δύνασθε γνώναι;» (Ματθ. 16, 3).

Μια προφητική στους καιρούς μας παρουσία ποσάκις θα μας αποκαλούσε υποκριτάς, αλλά και αναισθήτους που αγνοούμεν και μειοπάζομεν εις τα προκλητικότατα, όχι μό­νον σημεία, αλλά και γεγονότα όπου αλληλοδιαδόχως μας προκαλούν; Δεν είναι σημείον η παντελής χρεωκοπία του κονωνικού μας βιώματος και ο επιβαλλόμενος υπό των κυ­ρίων ιθυνόντων νόμος και όρος της διαστροφής; Πού στη­ρίζεται σήμερον έστω και κατ’ ελάχιστον ο σκοπός και στόχος του ανθρωπίνου προορισμού; Πού είναι το είδος και ίχνος της θεοειδείας, κατά την αρχικήν μας κατασκευ­ήν; Πού το «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» εις το οποίον οντο­λογικά διεπλάσθημεν και το επεσφράγισεν η θεία ευαρέ­σκεια; Ναι μεν η πτώσις διέστρεψε τις γραμμές, αλλά η θεία απόφασις περί του καθολικού προορισμού δεν μετεβλήθη και αντί να απορριφθή ο πεπτωκώς άνθρωπος επανορθώθη και ανεκαινίσθη. και μάλιστα με προαγωγήν δια της θεώσεως του ανθρωπίνου προσλήμματος υπό του Θεού Λόγου, όστις επεσφράγισε το αμετάκλητον του προορισμού μας εις την είσοδον των θείων επαγγελιών, που είναι τούτη η θέωσις και η υιοθεσία.

Όπως στην αρχήν της διαπλάσεώς μας εδόθησαν εντο­λές που μας κρατούσαν στην ισορροπίαν της κυριότητος και προσωπικότητός μας, έτσι και στην ανάπλασιν μας εδό­θησαν εντολές και προγράμματα, όχι υπό τινος απεσταλμέ­νου, αλλά υπό του ιδίου του ανακαινιστού μας τας οποίας ο ίδιος εφήρμοσε και μας προκαλεί εις απομίμησιν. Ποία πρόφασις μετά δύναται να δικαιολόγηση την δικήν μας άρνησιν και αποστασίαν; Δεν παύομεν να είμεθα, τόσον εμείς όσον και η πάσα κτίσις, στοιχεία αιτιατά, έχοντα την ύπαρξιν και την προαγωγήν εκ του Πρώτου Αιτίου όστις μας υ­ποδεικνύει αυθεντικά ότι: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ως αιτιατά πλέον και μη έχοντα αφ’ εαυτών ικανό­τητα άλλης επιλογής δια την ολοκλήρωσιν του προορισμού μας, μας απομένει ως βάσιμος καθηκοντολογία ο νό­μος της εξαρτήσεως από του κυρίου Αιτίου που είναι ο Θε­ός. Άρα η υποταγή και εξάρτησις μας υπό του Αιτίου Θε­ού, δεν είναι στοιχείον συμπεριφοράς ή συστήματος των υ­ποτελών προς τους προϊσταμένους των, αλλά υπαρξιακά και οντολογικά καθήκοντα «του υπάρχειν και προάγεσθαι». Το κέντρον λοιπόν της καθηκοντολογίας είναι ο νόμος της εξαρτήσεως από του Θεού υπεράνω και της βιολογικής μας ανάγκης. Ποίον ζωντανώτερον παράδειγμα του πρώτου σφάλματος του Πρωτοπλάστου που απέδειξε την αυθάδειαν του αυτονομισμού αιτίαν της καταστροφής και όχι μόνον του ιδίου πρωτοπλάστου αλλά και των λοιπών περιγείων όντων όπου θα εξηρτώντο παρ’ αυτού; Η απογύμνωσις των θείων ιδιοτήτων και της αθανασίας δεν ήσαν ποιναί της θείας δικαιοσύνης, αλλά η φυσική συνέπεια της εμπράκτου αποκοπής του αιτιατού ανθρώπου από το κύριον Αίτιον τον Θεόν. Παρεσύρθη υπό του απατεώνος ο πρωτόπλαστος ότι μπορεί μόνος και χωρίς τον Θεόν να θεωθή και κατεστράφη! Και άλλο πολύκλαυστον παράδειγμα των επίσης πλανηθέντων ποιημάτων και αιτιατών, των πρώην φωτεινών αγγέλων και τα νυν σκοτεινών και πονηροτάτων δαιμόνων που, όπως η Γραφή μας πληροφορεί, μόνον εσκέφθησαν την αποστασίαν. Εσκέφθη ο πρωτάγγελος Εωσφόρος να μη εξαρτάται από τον Θεόν ως Αίτιον του είναι, αλλά να στήση τον θρόνον του υπεράνω των νεφελών και να γίνη ό­μοιος τω Υψίστω και άμα τη αποφάσει της αποστασίας κατεστράφη ολοσχερώς και ούτε θέσις του εδόθη μετανοίας δια την ολοκληρωτικήν του αυθάδειαν και υπερηφάνειαν.

Η φιλάνθρωπος του Θεού οικονομία εξέλαβε το ανθρώπινον σφάλμα ως απειρίαν και επιβουλήν, και συγκαταβάς ο Πανσθενουργός Θεός Λόγος ανέπλασε την διαφθοράν της ημετέρας πτώσεως, επανασυνδέσας εκ δευτέρου το πεπτωκώς αιτιατόν προς το Πρώτον Αίτιον, ζήσας και διδάξας την απόλυτον υποταγήν και εξάρτησιν. Η κατ’ επα­νάληψιν υπόδειξις του Θεού, ως του απολύτως Αιτίου προς τα κτιστά αιτιατά, ότι επιβάλλεται η διόρθωσις του σφάλ­ματος και η επαναφορά μας στην κυριαρχική μας θέσιν ως θεοειδών όντων, μας πείθει ότι ο δογματικός νόμος και ό­ρος της ισορροπίας είναι η απόλυτος εξάρτησίς μας απ’ Αυτόν. Εάν ως βάσις του είναι των σύμπαντων όντων απο­δεικνύεται η υπακοή και υποταγή στο θείον θέλημα, άρα η φθορά και ανατροπή των όρων και νόμων της φύσεως είναι δικαία, όχι ως επιβαλλομένη έξωθεν, αλλά προερχομένη εκ της απομακρύνσεως από της αειζωΐας, που είναι ο Θεός, ως η εκκοπή του κλάδου εκ του κορμού και της ρίζης. Προς τι ο Θεός Λόγος ως ανακαινιστής της δικής μας φθοράς και καταστροφής υπεδύθη τον ρόλον του απολύτου υπηκόου, παρά ίνα εμπράκτως μας επιστρέψη προς την ρίζαν της ζωής; Αυτός «δι’ Ου τα πάντα εγένετο» δια της απείρου του συγκαταβάσεως μετέσχε της δικής μας ταπεινώσεως και μας υπέδειξε εμπράκτως τον νόμον της επιστροφής από ό­που η αποστασία μας απεπλάνησε και απέκοψε.

Εάν η επιστροφή και ιατρεία μας δεν ετελεσιουργείτο με αυτόν τον τρόπον θα ενομίζετο η πτώσις στην φθοράν ως σφάλμα και λάθος στην δημιουργίαν. όμως εκεί μάθαμε ότι τα πάντα συνετελέσθησαν λίαν καλώς, ιδικά δε στην κατάστασιν του ανθρώπου, όπου εξεδηλώθη εμπράκτως η θεία ευαρέσκεια των Τριών προσώπων της Μακαρίας Τριά­δος: «Εποιήσαμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν». Έναντι του πρώτου στόχου της απολύτου εξαρτήσεως και υπακοής στο θείο σχέδιο και θέλημα, αφού η παράβασις και η πτώσις το αφάνισαν, κατεδέχθη η πανάγα­θος του Θεού οικονομία να μας χαρισθή η μετάνοια ως δείγμα επιστροφής και επανορθώσεως του σφάλματος από όπου η θεία χάρις μας εγκατέλειψε. Το μέγα αυτό δώρο της μετανοίας εάν εφαρμοσθή ως μόνιμο μας καθήκον επανερχόμεθα στην πρωτέρα μας θέση στους κόλπους της πατρι­κής του Χριστού μας παναγαθότητος και επανακτούμε τις θείες του επαγγελίες, αλλά και τα μαστίζοντα την ζωήν μας κακά και δοκιμασίες αμβλύνουμε και καταργούμε. «Ο Θε­ός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώ­ντων», αλλά φιλανθρωπευόμενος ίνα μη εις τέλος απωλεσθούμε, μας αφυπνίζει από τον λήθαργον της αδιαφορίας και αποπλανήσεως επιτρέποντας τους πειρασμούς. «Ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν ουκ αν εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου ΠΑΙΔΕΥΟΜΕΘΑ ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν». Όταν τα λάθη και οι παραβάσεις είναι μεμονω­μένα και τοπικά τότε και οι πειρασμοί και οι θλίψεις είναι κατά τον ίδιον τρόπον μεμονωμένα και μερικά. Εάν όμως τα λάθη και οι παραβάσεις είναι γενικά – και μάλιστα σή­μερον που έγιναν παγκόσμια – τότε και οι δοκιμασίες θα εκταθούν κατά τον ίδιον τρόπον παγκοσμίως και γενικώς και «ουαί ημίν εάν μη επιστραφώμεν!». Είναι δεδομένον εκ της γραφής ότι «παράβασις και παρακοή» λαμβάνει «ένδικον μισθαποδοσίαν» και «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θε­ός ουκ εισελεύσεται».

Άρα το πραγματικόν νόημα της ενταύθα εξορίας μας είναι μόνον η μετάνοια μέσω της οποίας μπορούμε να επανεύρουμε την πρωτέρα μας θέση και αξία. Καμμία άλλη ε­νέργεια και δραστηριότης δεν μας προσφέρει το ποθούμενον αποτέλεσμα. Περιγράψαμε την δυστυχίαν της πτώσεώς μας και είναι αισθητός ο φόβος και πόνος και τρόμος όπου εξουσιαστικά μας κυριεύει και άρα το πρώτο μας μέλημα έ­πρεπε να είναι αυτό και μόνο: η απαλλαγή και ελευθερία μας από αυτήν τη συντριβήν τής προσωπικότητός μας. Η απάθεια και αναμαρτησία και ελευθερία της αρχικής μας κατασκευής αφού απωλέσθησαν, φιλανθρώπως μας παρεχω­ρήθη η μετάνοια, δια της εφαρμογής της οποίας ανακτούμεν χάριτι την πρωτέρα μας θέση στους κόλπους της θείας παναγαθότητος και ολοκληρώνεται ο σκοπός και στόχος του δικού μας προορισμού. Εάν λοιπόν ο άνθρωπος δεν α­σχολείται δια της προς τον Θεόν πίστεως και της μετα­νοίας θεωρείται αποτυχών και πεπλανημένος, διότι μόνον η μετάνοια εισάγει στην επανόρθωσιν και σωτηρίαν. Πάσα άλλη θεωρία και ενέργεια της ανθρωπίνης δραστηριότητος περιστρέφεται στην ματαιότητα και την πολύμορφο βλα­κεία της περιεκτικής αποπλανήσεως. Στην παρούσαν μας εξορίαν ελάχιστα τινά μας επιβάλλονται να ασχοληθούμε. ολίγη τροφή, η σχετική ενδυμασία και αρμόδιος χώρος καταλύματος. Ας μας αποδείξουν οι μεγάλες διάνοιες και δραστηριότητες αν προσέθεσαν στην βιολογική τους υπό­σταση περισσότερα των τριών τούτων στοιχείων. Και δι’ αυτά ακόμα αν αποθέσωμεν την ελπίδα μας στην πίστη προς την θείαν πρόνοιαν βρίσκομεν ευκολωτέραν την λύσιν γιατί «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», όπως ο Κύριος μας αποδεικνύει περί τούτου. Ποία είναι η περιεκτική αποπλάνησις του ανθρώπου του σήμερον ειδικά δε εις τους έ­χοντας επίγνωσιν της πίστεώς των;

Η σύντομος αυτή περιγραφή μας πείθει πλέον δια την επελθούσαν αβεβαιότητα και την σύγχυσιν και ταραχήν που υπέρ άλλοτε είναι καταφανής και μας καταδεικνύει τα σημεία των καιρών ως ανησυχητικές ειδοποιήσεις. Επιτρέ­ποντος του Θεού την ελευθερίαν της ανθρωπίνης προσωπικότητος, δεν μεταβάλλονται τα θεοπρεπή σχέδια των έργων του και ούτε η μακροθυμία του είναι δείγμα αδυναμίας ή μεταβολής. Πολλάκις βρίσκομεν στην ιστορίαν της Γρα­φής δια διαφόρων σημείων την απαρέσκειαν του Θεού στις κατά καιρούς ανθρώπινες παραβιάσεις με την οποίαν προ­καλούσε τον αφυπνισμόν και την διόρθωσιν και αν μη την έκδικον επέμβασιν της θείας δικαιοσύνης περιορισμένα ή ενίοτε και ολοκληρωτικά όπου ο εκτροχιασμός παρετείνετο. Στις έσχατες όμως ημέρες της δικής μας μοίρας μας προέγραψε το Πνεύμα το Άγιον αύξησιν των δικών μας πα­ραβάσεων, αλλά και σε γενικώτερη έκταση. Η αποστασία των καιρών μας πέρασε κάθε περιγραφήν και φαντασίαν και ήδη έχει γίνη πολεμική και κατά του ανθρώπου και κα­τά του Θεού. Δεν απομένει πλέον σε μας τους «εις τα τέλη των αιώνων καταντήσαντας» παρά η αναμονή των απειλουμένων ποινών προς τους αμετανοήτως παροργίζοντας.

Είναι κατάδηλον ότι η αμαρτωλότης είναι υπόδικος παιδείας και ποινής, αλλά μέσα στα αβυσσαλέα κρίματα της θείας δικαιοσύνης εφαρμόζονται και δείγματα «του πνευματικού νόμου», του κωδικός της θείας δικαιοσύνης, δια του οποίου ο Θεός αποδίδει το δίκαιον όπου η πανσωστική του πρόνοια ορίζει. «Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύ­ριος και τω θανάτω ου παρέδωκέ με», και πάλιν «ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται». Βρίσκομεν τον παλαιόν Ισραήλ να παιδεύεται δια την αποστασίαν του επτάκις, το οποίον συμβολίζει τα εβδομήκοντα έτη της δουλείας στους Χαλδαίους, όπου και ο Προφήτης Δανιήλ όντας στην ζωή απεκλαίετο και εζήτει λύτρωσιν κατά την οικονομίαν της θείας υποσχέσεως. Δικαίως τρό­πον τινά μόνον επτάκις παιδεύτηκαν οι τότε Εβραίοι, ως όντες υπό την σκιάν του νόμου και όχι στην πραγματικήν πίστιν και θεογνωσίαν, αφού δεν είχε τότε αποκαλυφθή. Στον νέον όμως Ισραήλ, εμάς τους Χριστιανούς, ως κατέχοντας το πλήρωμα της γνώσεως και χάριτος, τι μας αρμό­ζει όταν αρνούμεθα και οπισθοχωρούμε; «Ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς». Εάν οι πρώτοι της εισαγωγής και των συμβόλων παιδεύθηκαν επτάκις ως αγνοούντες, πό­σα άρα οφείλουν οι γινώσκοντες; Η πράξις των γεγονότων απέδειξε ότι αντί επτάκις μας εκληρώθη το «πολλάς» και ά­ρα «εβδομηκοντάκις επτά», όπως απέδειξαν τα γεγονότα και η παράδοσις.

Τονίσαμε κατ’ οικονομίαν το μυστήριον αυτό υπό πολ­λών αγνοούμενον, αφού η πράξις και η ιστορία το βεβαιώ­νουν για να αποδειχθή η πάνσοφος του Θεού οικονομία και άρα η ενθάρρυνσις και ελπίς του λαού μας καταβαπτιζομένου στην απόγνωσιν και μοιρολατρίαν του τυχαίου. «Εάν ιώτα εν, ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου, έως αν πάντα γένηται» και «της κεφαλής υμών αι τρίχες πάσαι ηριθμημέναι εισί», πώς λοιπόν κυριεύουν τα εγκλήματα και το παρόλογον, ειδικά υπό των βαρβάρων και απίστων ε­θνών; Η ένδικος μισθαποδοσία των αδιορθώτων σφαλμά­των καθόρισε την ποινήν των εν γνώσει παραβατών και ε­πέτρεψε η φιλάνθρωπος του Θεού οικονομία να βρεθή το κατάλληλο χέρι να δώση τό ράπισμα. αυτό όμως δεν είναι μόνιμος θέσις. «Πατάξω καγώ ιάσομαι λέγει ο Κύριος, έπαισα και αι χείρες μου ιάσαντο». Εκπληρωθέντος του φόρου της ποινής και εκτελεσθέντος του κανόνος του «πνευματι­κού νόμου» κατά την αμετάθετον του Θεού δικαιοσύνην επανερχόμεθα πάλιν οι παιδευθέντες εις άνεσιν και ευλογίαν προς συνέχισιν του χαρισθέντος ιερού προορισμού και δι­πλασιάζεται η εκδίκησις εις τους κακοθελείς τυράννους, ό­που δεν διακονούσαν στο θείον θέλημα, αλλά τα αιμοσταγή και κακούργα αυτών αισθήματα διηκόνουν. Σε μικρογραφίαν περιγράψαμε των θείων βουλών τα σχέδια και συστή­ματα προς αφυπνισμόν μας και βελτίωσιν του βίου μας, ίνα μη εις τέλος η θεία δικαιοσύνη μας παραδώση σε αφανισμόν ως αμετανόητους.

Τα κατάδηλα σημεία των καιρών μας πρέπει να μας α­νησυχούν γιατί οι προηγηθείσες συνέπειες της ιστορίας μας πείθουν ότι «αμεταμέλητα τα θεία σχέδια» και αναφέρω συγκεκριμένα εκ της Γραφής το αρμόζον προς την γενεάν μας παράδειγμα. Όταν οι Ισραηλίτες ήταν αιχμάλωτοι στους Αιγυπτίους επί τετρακόσια έτη, όσα και εμείς στην ισλαμική αιχμαλωσία και τελείωσε η απόφασις εναντίον τους, τους ειδοποίησε δια του Μωυσέως ο Θεός ότι θα τους ελευθέρωση και θα τους επιστρέψη στην γην που έταξε στους προγόνους τους. θα εκδικείτο όμως τους Αιγυπτίους για παράλογα δεινά που τους παίδευαν αδίκως και ιδού πώς τους πληροφορεί. «Και διελεύσομαι εν γη Αιγύπτω εν τη νυκτί ταύτη και πατάξω παν πρωτότοκον εν γη Αιγύπτω α­πό ανθρώπου έως κτήνους… και έσται το αίμα υμίν εν σημείω επί των οικιών, εν αις υμείς κατοικείτε εκεί και όψομαι το αίμα, και σκεπάσω υμάς, και ουκ έσται εν υμίν πλη­γή του εκτριβήναι» (Εξοδ. 12, 12-13).

Η περιγραφή αυτή εκ της Γραφής είναι η σαφεστέρα πληροφορία προς την ανθρωπίνην αποστασίαν και αυθάδιαν ότι εξαντλουμένης της θείας μακροθυμίας και ανοχής, επίκειται η δικαιοσύνη για να μη ανατραπούν τα θεία σχέ­δια στην δημιουργία της κτίσεως και ειδικά του δικού μας κόσμου. Η διαφορά όμως τώρα σε μας είναι ότι δεν είμεθα διηρημένοι εις πιστούς και απίστους ή αμαρτωλούς και δι­καίους χωριστά, αλλά μία αναμεμιγμένη κοινωνία εις ένα σύμπλεγμα το οποίον μόνον ο Θεός γνωρίζει να παιδεύη και να προνοή. Πάντως τα σημεία των καιρών μας είναι α­νησυχητικά, γιατί όχι μόνον αχαλίνωτα η αμαρτία και το παράλογον επικρατούν αλλά και ως νόμος ζωής επιβάλλο­νται υπό των υπευθύνων. Παραλείπομεν την διαστροφήν των μεγάλων εθνών που αρνούνται πεισματικά την επίγνωσιν και λατρείαν του αληθινού Θεού και προσχωρούν στις δαιμονικές πλάνες του αποκρυφισμού, της μαγείας, του σατανισμού και προετοιμάζουν την ερχομένην επιφάνειαν και αναρχίαν του τέρατος της Αποκαλύψεως, του βδελύγματος της ερημώσεως που θα προκαλέση την αμείλικτον επέμβασιν της θείας δικαιοσύνης, της οποίας η περιγραφή κατά την θείαν αποκάλυψιν είναι απερίγραπτος. Άρα η επέμβασις της θείας δικαιοσύνης είναι βεβαία και επωφελής δια την αναχαίτησιν της διαβολικής επικρατήσεως και της επι­στροφής στην χριστιανικήν μας παράδοσιν, την οποίαν ο Θεός θα επαναφέρη δια τους πιστούς του δούλους. Χρειάζε­ται όμως το σωσίβιον από την οργήν της θείας τιμωρίας, ό­πως τότε στους Ισραηλίτας που περιγράψαμε. Εις εκείνους, ζώντας υπό νόμον και την σκιάν των ζωοθυσιών, ως είδος λατρείας και ευσέβειας τους εζητήθει να βάψουν τους οί­κους των δια του αίματος της ζωοθυσίας. Εμείς τι πρέπει να αποδείξωμεν ως πιστοί και μετανοούντες για να αποφύγωμεν την τιμωρίαν του ολοθρευτού; Διότι, όπως τα σημεία και αι προρρήσεις των θεοφόρων μας πληροφορούν, δεν πρόκειται περί συντέλειας αλλά περί καθάρσεως και εξυ­γιάνσεως της αρνήσεως και προδοσίας. Περί επιστροφής του ανθρώπου στις υγιείς βάσεις των φυσικών νόμων και κανόνων της ανθρωπίνης προσωπικότητος και στην ορθήν πίστιν, την εν Χριστώ αγωγήν όπου ο ανθρώπινος προορι­σμός τελειούται. Σε μας αντί αίματος για μαρτυρίαν μας ε­πιβάλλεται η απόκτησις της χριστιανικής ταυτότητος, ό­πως την υπογράψαμε και παρελάβαμε στο θείον βάπτισμα και αυτό μόνον θα είναι το σωσίβιό μας από την ερχομένην οργήν. Σύμφωνα με την γνώσιν των Πατέρων μας που είχαν θείον φωτισμόν δεν βρισκόμεθα τώρα στην ώρα της συντε­λείας και η ολική διαστροφή της κοινωνίας δεν δαμάζεται με ανθρώπινα μέσα και νομοθεσίες, αφού μάλλον επιβάλλε­ται το έγκλημα και ο σατανισμός. Επιβάλλεται η θεία ε­πέμβασης δυναμικά για να επαναφέρη την ισορροπίαν και άρα θα είναι ένα είδος καθάρσεως που θα εφαρμόση η θεία επέμβασις και δικαιοσύνη. «Επεί έγνω Κύριος τους όντας Αυτού και ρύεται Κύριος ευσεβείς εκ θανάτου». Επιβάλλε­ται η απόκτησις της Χριστιανικής ταυτότητος δια τους βουλομένους να σωθούν εκ της ερχόμενης οργής.

Με μίαν ειλικρινή μετάνοιαν δια το αμελές παρελθόν και με μίαν γενναίαν απόφασιν εμπράκτου χριστιανικής α­γωγής επανακτούμε την ταυτότητά μας και αυτό θα είναι το μέσον της σωτηρίας μας από την ερχομένην οργήν. Μήπως σαν χριστιανοί δεν μας επιβάλλεται η μετάνοια αφού αναμάρτητοι ποτέ δεν μείναμε; Η πανάγαθος του Θεού φιλαν­θρωπία αποδέχεται μετανοούντα τον αμαρτωλόν, όπως αγα­πά τον δίκαιον και δεν τον υστερεί το βραβείον των θείων του επαγγελιών. «Επιστρέψατε προς με λέγει Κύριος και επιστρέψομαι προς υμάς», και πάλιν «οσάκις αν πέσης έγειρε και σωθήση». Αναφέρονται στην Γραφή παραδείγματα ό­που απεφάσιζε ο Θεός δια την αμαρτωλότητα και ασέβειαν των ανθρώπων, είτε σε πόλεις, είτε σε λαούς να επιφέρη καταστροφήν και δια της μετανοίας μετέβαλλαν την θείαν απόφασιν και το συγκινητικώτερον είναι το περί τους Νινευΐτας δια του προφήτου Ιωνά. Το προαναφερθέν όμως περί των Ισραηλιτών στην Αιγυπτιακήν αιχμαλωσίαν είναι το πλησιέστερον για μας και την γενεάν μας που διεστράφη συνολικά πέρα από πάσαν άλλην γενεάν και περίοδον. Τα εσχατολογικά σημεία των καιρών μας πείθουν ότι ο βύθιος δράκων της απωλείας ως θεός του αιώνος τούτου ετοιμάζει την βασιλείαν του και «ει δυνατόν εστίν θα πλανέση και τους εκλεκτούς», αλλά εμείς το μικρόν ποίμνιον, στους ο­ποίους ο Πατήρ ευδόκησε να δώση την βασιλείαν Του, δεν θα γίνωμε προδότες όσον και αν φαίνεται ότι επικρατεί. Δεν μας ενθουσιάζουν οι αξίες και οι εν αποσυνθέσει ηδο­νές, ούτε και οι βλακώδεις ιδεολογίες, ούτε των αναρχικών, ούτε των σατανιστών της νέας εποχής ή της νέας τάξεως πραγμάτων. Για μας δεν υπάρχουν νέα, ούτε καινούργιες κατηχήσεις και διδασκαλίες. Παρελάβαμε σαν Έλληνες α­πό τους δώδεκα Αποστόλους την θείαν αποκάλυψιν, την ο­ποίαν και μετεδώσαμε στον παγκόσμιο στίβο. Επεσφραγίσαμε την αλήθειαν αυτήν με εκατομμύρια ήρωες και αθλη­τές. και επομένως καυχώμεθα για την παράδοσιν και την κληρονομιά μας. Δεν αρνούμεθα!

Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία

Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη Θεσσαλονίκη

πηγή: http://www.impantokratoros.gr/3B85E5B1.el.aspx