Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Ο κόσμος χάνεται μέσα στις δραστηριότητές του και οι άνθρωποι αυτοθαυμάζονται

12 Ιουλίου 2023

Ο κόσμος χάνεται μέσα στις δραστηριότητές του και οι άνθρωποι αυτοθαυμάζονται

Ο Άγ. Μιχαήλ Μαλεΐνος(12 Ιουλίου)

Ο μοναχισμός είναι η μεγάλη δόξα της Εκκλησίας. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες ήσαν μοναχοί και τα μοναστήρια ήσαν και είναι τα μεγάλα πνευματικά κέντρα της Εκκλησίας. Και σήμερα, όπου υπάρχουν μοναστήρια καλά οργανωμένα, αποτελούν μια ζωντανή παρουσία της εκκλησιαστικής παράδοσης. Και υπάρχουν πολλά τέτοια μοναστήρια σε όλη την Ελλάδα· στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Δεν λέμε για το Άγιον Όρος, που είναι η μεγάλη μοναστική πολιτεία της Ορθοδοξίας, στην οποία ζει και διαιωνίζει όλη η Βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση. Χαρά σ’ εκείνους που μπορούν από καιρό σε καιρό να πηγαίνουν για προσκύνημα στο Άγιον Όρος.

Τί πρόσφερε ο μοναχισμός στην Εκκλησία και γενικότερα στον πολιτισμό, αν βέβαια αυτό που λέμε πολιτισμό είναι τάχα κάτι περισσότερο από την Εκκλησία, αυτό δεν θα μας απασχολήσει τώρα. Αρκεί να πούμε ότι οι θησαυροί της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας σώθηκαν με την εργασία και τον κόπο αφανών αντιγραφέων και καλλιγράφων στα σκριπτόρια των μοναστηριών. Σκριπτόρια, τότε που δεν ήταν ακόμα γνωστή η τυπογραφία, ήσαν τα αντιγραφικά εργαστήρια των μεγάλων μοναστηριών. Εκεί υπομονετικοί αντιγραφείς και καλλιγράφοι μοναχοί έδωσαν ολόκληρη τη ζωή τους και μας άφησαν πολύτιμους και μοναδικούς κώδικες.

Ένα τέτοιο μοναστήρι, με σπουδαίο σκριπτόριο και μεγάλη πνευματική ακτινοβολία στη Βυζαντινή εποχή, υπήρξε το μοναστήρι του Κύμινα στον Πόντο. Κι ένας μεγάλος μοναχός της εποχής εκείνης είναι ο άγιος Μιχαήλ ο Μαλεΐνος, του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη. Οι γονείς του Μανουήλ, αυτό ήταν πρώτα το όνομά του, ήσαν από την Καππαδοκία, άνθρωποι πλούσιοι, ευγενείς και προ πάντων θεοσεβείς. Ο πατέρας του λεγόταν Ευδόκιμος και η μητέρα του Αναστασώ. Ο Μανουήλ ανατράφηκε μέσα στην αριστοκρατική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης και σχεδόν μέσα στα βασιλικά ανάκτορα, και ήταν ένας νέος με καλές σπουδές και λαμπρό μέλλον.

Αλλά όταν ήλθε σε κάποια ηλικία, ο Μανουήλ, κρυφά από τους γονείς του, έφυγε στο όρος του Κυμινά, βρήκε εκεί ένα γέροντα ασκητή, Ιωάννη τον έλεγαν, κι έβαλε τον εαυτό του υπό την πνευματική καθοδήγησή του. Οι γονείς του, όταν έμαθαν το καταφύγιο του, πήγαν και τον πήραν, μα εκείνος τόσο ποθούσε το μοναχικό βίο, που κατόρθωσε να τούς πείσει να τον αφήσουν. Ξαναγύρισε λοιπόν στο βουνό κι αφού δοκιμάστηκε τρία χρόνια, ύστερα έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Μιχαήλ. Όταν πέθανε ο πατέρας του, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παρηγορήσει τη μητέρα του, που κι εκείνη έγινε μοναχή, πήρε το μερίδιο της κληρονομιάς του και ξαναγύρισε στο όρος του Κυμινά.

Με τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς και μετά το θάνατο του γέροντά του Ιωάννη, ο Μιχαήλ ίδρυσε το περίφημο μοναστήρι του Κυμινά, που έγινε από τα μεγαλύτερα και πιο περίφημα του Πόντου μια πολυάριθμη κοινοβιακή αδελφότητα κι ένα πρότυπο κέντρο πνευματικής άσκησης και μελέτης. Εκεί άρχισαν να καταφεύγουν πολλοί νέοι της κοινωνικής αριστοκρατίας της πρωτεύουσας και να γίνονται μοναχοί, και πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι της Κωνσταντινούπολης επισκέπτονταν τον Μιχαήλ για να τον συμβουλευθούν. Ο Νικηφόρος Φωκάς πολλές φορές συμμετείχε στις αγρυπνίες με τους μοναχούς. Εκεί του γεννήθηκε η επιθυμία να γίνει μοναχός, μα δεν πρόφτασε, γιατί ως αυτοκράτορας ύστερα δολοφονήθηκε.

Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, είναι από τα πνευματικά παιδιά του αγίου Μιχαήλ του Μαλεΐνου. Στο μοναστήρι του Κυμινά ασκήθηκε ο άγιος Αθανάσιος κι από εκεί ξεκίνησε κι ήλθε στον Άθω, για να ιδρύσει τη μονή της Λαύρας και την κοινοβιακή πολιτεία του Αγίου Όρους. Ο κόσμος χάνεται μέσα στις δραστηριότητές του και οι άνθρωποι αυτοθαυμάζονται για τα κατορθώματά τους, αλλά κανένας δεν ξέρει πόσο μεγάλο και ιερό είναι το έργο των ανθρώπων εκείνων, που άφησαν και πλούτο και αξιώματα και δόξα κι έδωσαν τον εαυτό τους για να υπηρετήσουν την Εκκλησία και να φτιάξουν ανθρώπους. Αμήν.

(Επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού(+), Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Εικόνες έμψυχοι»)