Η κόλαση (Ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι)

Παρακαλώ σε, Πανάγια, και διπλοπροσκυνω σε, νά μου χαρίσης τά κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου, ν’ ανοίξω νάμπω ζωντανός γύρω νά περπατήσω, νά ιδώ τους πλούσιους πώς περνάν, και τους φτωχούς πώς στέκουν. Κάθονταν ή φτωχολογιά ‘ς τον ήλιο, ‘ς τόν προσήλιο κ’ οί πλούσιοι έκυλιόντανε ‘ς τήν πίσσα, ‘ς το σκοτάδι, εκείτονταν κι’ ο έξαρχος σέ μι’ άκρ’ ακουμπισμένος, και τους φτωχούς αγνάντευε και τους παρακαλούσε.

— Φτωχοί, γιά πάρτε τ’άσπρα μου, δόστε μου μιά λαμπάδα.

—Έδώ τά άσπρα δέν περνούν, λαμπάδες δεν πουλειούνται.

Έξαρχ’, έσυ το ήξερες πώς ήσουν γι’ άλλον κόσμο , δέν λεημονούσες τους φτωχούς, δέν βόηθαγες τς αρρώστους;

Έξαρχ’, εσύ το ήξερες, πώς είχες ν’ άπεθάνης, δέν πήγαινες είς το ‘σπερνό, δέ σύχναζες ‘ς τον όρθρο, και ‘ς τήν αγιά τή λειτουργία που τρέμ’ όλος ο κόσμος; θυμάσαι όντας έπαιρνες τά δέκα δεκαπέντε κ’ έβανες ‘ς το κρασί νερό, και μέσ’τ’ αλεύρι στάχτη;

Το άσμάτιον τούτο, σκιαγράφημα της Εύαγγελικής παραβολής του πτωχού Λάζαρου και του πλουσίου, άδεται έν τη έπαρχία των Ίωαννίνων παρά των λεγόντων την του Λαζάρου ώδήν ως παράρτημα αυτής.

Πηγή: Ηπειρώτικα Τραγούδια, Π. Αραβαντινός, Εκδόσεις Δωδώνη