Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη ΙΙ

26 Μαΐου 2009

Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη ΙΙ

Το όρος Άθως.

Το όρος Άθως.

 

Κάθε πού βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας

είναι μία σταγόνα νερό πού σκάβει από παλιά τη σιωπή ως το μεδούλι

είναι μία καμπάνα κρεμασμένη στο γέρο-πλάτανο πού φωνάζει τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς

κ οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Αλωνάρη

– κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο απ τον καημό της δύσης.

Η Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ τα σταφύλια.

Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ τον κάμπο η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.

Η κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.

Απάνου στο τραπέζι το ψωμί κ η ελιά,

μές στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη

καί κεί ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας

καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

Ά, τί μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί

γιά να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού «κι αυτό θα περάσει»

πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ τα εφτά σφαγμένα παλληκάρια της

ώσπου να βρεί το φώς το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Τούτο το κόκκαλο πού βγαίνει από τη γής

μετράει οργιά-οργιά τη γής και τις κόρδες του λαγούτου

καί το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ως το χάραμα

καημό-καημό το λέν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους

καί ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες

κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα.

Ά, ποιός θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιό σπαθί θα κόψει το κουράγιο

καί ποιό κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά πού με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα

κοιτάει του Θεού τ αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Μάη στη ναυτική ταβέρνα

νύχτα μεγάλη σαν ταψί στού γανωτζή τον τοίχο

μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στού σφουγγαρά το δείπνο.

Και να πού ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι

γκάπ, γκάπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,

καί νάτοι αυτοί πού ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Αναπλιού

γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,

μέ το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι

καί με το δόντι τους πευκόρριζα στού Αιγαίου το βράχο και το αλάτι.

Μπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,

κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,

στ Αλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο

κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι πού κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι

από την έγνοια του φτωχού κι απ τα πολλά τα χρόνια –

η αγάπη σε περμένει μές στα σκοίνα,

μές στη σπηλιά του ο γλάρος σου κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου

κι ο πικραμένος αχινιός σου ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.

Μέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,

κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,

στό χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι

κ η μάνα κάτου απ τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

Έλα κυρά πού τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού –

πότε μία μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ άρματα

νά σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι

νά σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά

νά τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,

νά λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ Απριλιού το χιόνι

καί νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.

 

(από τα Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)