Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Εμβρυακή Ψυχολογία: Τι δεν γνωρίζουν οι γυναίκες και οι άντρες για τα αγέννητα παιδιά τους (2)

28 Ιουνίου 2009

Εμβρυακή Ψυχολογία: Τι δεν γνωρίζουν οι γυναίκες και οι άντρες για τα αγέννητα παιδιά τους (2)

anapeson

Συνέχεια από (1)

Της Janet L. Hopson (Psychology Today, October 1998)

Εμβρυακή μάθηση

Μαζί με την ικανότητα αίσθησης, όρασης και ακοής, έρχεται και η ικανότητα μάθησης και μνήμης. Αυτές οι δραστηριότητες μπορεί να είναι υποτυπώδεις, αυτόματες ακόμη και βιοχημικές. Για παράδειγμα, ένα έμβρυο μετά από μια αρχική αντίδραση συναγερμού, τελικά παύει να αντιδρά σε κάποιον επαναλαμβανόμενο δυνατό θόρυβο. Ο Fifer έχει διαπιστώσει ότι το έμβρυο επιδεικνύει το ίδιο είδος πρωτόγονης μάθησης, γνωστής ως εξοικείωσης, ανταποκρινόμενο στην φωνή της μητέρας του.

Όμως το έμβρυο έχει αποδείξει ότι είναι ικανό για πολλά περισσότερα. Στην δεκαετία του ’80 ο καθηγητής ψυχολογίας Anthony James DeCasper και συνάδελφοί του από το Πανεπιστήμιο της North Carolina στο Greensboro, ανέπτυξαν τεχνική διατροφής που επιτρέπει σε ένα βρέφος να θηλάζει γρηγορότερα προκειμένου να ακούσει μια σειρά ήχων μέσω ακουστικών, και να θηλάζει με πιο αργό ρυθμό προκειμένου ν’ ακούσει μια άλλη σειρά ήχων. Με αυτήν την τεχνική, ο DeCasper ανακάλυψε ότι μόλις μερικές ώρες μετά τον τοκετό, το βρέφος προτιμά τη φωνή της μητέρας του από τη φωνή κάποιου αγνώστου. Αυτό υποδηλώνει ότι το βρέφος πρέπει να έμαθε και να απομνημόνευσε την φωνή, αν και όχι απαραίτητα συνειδητά, κατά τους τελευταίους μήνες της κυήσεως μέσα στην μήτρα. Πιο πρόσφατα ανακάλυψε ότι ένα νεογνό προτιμά μια ιστορία που του διάβαζαν επανειλημμένα ενόσω ήταν στην μήτρα – στη συγκεκριμένη περίπτωση την ιστορία «The Cat in the Hat» – παρά κάποια άλλη ιστορία, που του διαβάστηκε πρώτη φορά σύντομα μετά τον τοκετό.

O DeCasper και άλλοι έχουν ανακαλύψει περισσότερες νοητικές ικανότητες. Τα νεογνά όχι μόνο είναι σε θέση να ξεχωρίσουν την ομιλία της μητέρας τους από την ομιλία κάποιου ξένου, αλλά προτιμούν ν’ ακούν τη φωνή της μαμάς τους, ιδιαίτερα έτσι όπως ακούγεται φιλτραρισμένη από το αμνιακό υγρό παρά μέσα από τον αέρα. Και είναι και ξενόφοβα: προτιμούν να ακούν τη μαμά τους να μιλά τη μητρική της γλώσσα, παρά να ακούν αυτήν ή κάποιον άλλον να μιλά μια ξένη γλώσσα.

Παρακολουθώντας τις μεταβολές του εμβρυακού καρδιακού παλμού, ο ψυχολόγος JeanPierre Lecanuet και οι συνεργάτες του στο Παρίσι διαπίστωσαν ότι τα έμβρυα ξεχωρίζουν τη φωνή κάθε αγνώστου. Επίσης φαίνεται να τους αρέσουν κάποιες ιστορίες περισσότερο απ’ ό,τι άλλες. Ο παλμός της εμβρυακής καρδιάς επιβραδύνεται όταν κοντά στην κοιλιά της μητέρας διαβάζονται γνωστά τους γαλλικά παραμύθια όπως το «La Poulette» («Το κοτοπουλάκι») ή το «Le Petit Crapaud» («Το μικρό βατραχάκι»). Όταν ο ίδιος αναγνώστης διαβάζει κάποιο άγνωστό τους παραμύθι, ο εμβρυακός καρδιακός παλμός παραμένει σταθερός.

Το έμβρυο πιθανώς αντιδρά στη διακύμανση του τόνου της φωνής και το ρυθμό των παραμυθιών και όχι στις ίδιες τις λέξεις, παρατηρεί ο Fifer, αλλά το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο: το έμβρυο μπορεί να ακούει, να μαθαίνει και να θυμάται σε κάποιο επίπεδο, και, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα βρέφη και παιδιά, του αρέσει η άνεση και η βεβαιότητα που του προσφέρει το ήδη γνωστό.

Εμβρυακή προσωπικότητα

 Δεν αποτελεί μυστικό ότι τα βρέφη γεννιούνται με ιδιαίτερες διαφορές και πρότυπα δραστηριότητας που δείχνουν ότι κάθε ένα τους έχει δικό του χαρακτήρα. Ακριβώς πότε και πώς τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς γεννώνται μέσα στην μήτρα αποτελεί αυτή τη στιγμή αντικείμενο εξονυχιστικής έρευνας.

Στην πρώτη μελέτη του εμβρυακού χαρακτήρα που έγινε με πλήρως επιστημονική μεθοδολογία το 1996, η DiPietro και οι συνεργάτες της κατέγραψαν τον καρδιακό παλμό και τις κινήσεις 31 εμβρύων, έξι φορές πριν από τον τοκετό και τις σύγκριναν με καταγραφές που ελήφθησαν δύο φορές μετά τον τοκετό. (Από τότε έχουν διευρύνει την μελέτη ώστε να συμπεριλαμβάνει 100 ακόμη έμβρυα). Τα πορίσματα τους: τα έμβρυα που είναι πολύ δραστήρια μέσα στην μήτρα, τείνουν να είναι πιο ευερέθιστα ως νήπια. Εκείνα που κοιμούνται/ξυπνούν μέσα στην μήτρα ακανόνιστα, δεν κοιμούνται τόσο καλά ως μικρά νήπια. Επίσης τα έμβρυα με ταχύ καρδιακό παλμό γίνονται απρόβλεπτα, αδρανή βρέφη.

«Η συμπεριφορά δεν αρχίζει κατά τον τοκετό» αποφαίνεται η DiPietro. «Αρχίζει νωρίτερα και αναπτύσσεται με προβλεπόμενους τρόπους». Μια από τις σημαντικότερες επιδράσεις στην ανάπτυξη είναι το εμβρυακό περιβάλλον. Όπως παρατηρεί η Als από το Harvard, «Το έμβρυο δέχεται τεράστια ποσότητα “ορμονικών λουτρών” μέσω της μητέρας, έτσι οι χρονοβιολογικοί ρυθμοί του επηρεάζονται από τους κύκλους ύπνου/ξυπνήματος της μητέρας, τις διαιτητικές της συνήθειες, τις κινήσεις της».

Οι ορμόνες που η μητέρα εκκρίνει αντιδρώντας στο στρες παρουσιάζονται επίσης κρίσιμες. H DiPietro βρίσκει ότι οι πολύ πιεσμένες μέλλουσες μητέρες τείνουν να έχουν πιο δραστήρια έμβρυα – και πιο ευερέθιστα νήπια. «Οι πιο στρεσαρισμένες απ’ όλες είναι οι εγκυμονούσες που εργάζονται» λέει η DiPietro. «Σ’ αυτούς τους καιρούς οι γυναίκες τείνουν να εργάζονται μέχρι την ημέρα του τοκετού, ακόμη κι αν οι επιπτώσεις στην εγκυμοσύνη δεν είναι πλήρως ξεκαθαρισμένες ακόμη. Αυτό είναι το πολιτισμικό μας πρότυπο, ωστόσο εγώ το θεωρώ τρέλα.»

H Als συμφωνεί ότι η εργασία μπορεί να αποτελέσει τεράστιο στρες, αλλά υπογραμμίζει ότι οι ορμόνες της εγκυμοσύνης βοηθούν στην προστασία τόσο της μητέρας όσο και του εμβρύου. Ακόμη ρόλο παίζουν και οι προσωπικές αντιδράσεις στο στρες. «Η έγκυος που επιλέγει να εργαστεί είναι κιόλας διαφορετική από κάποια που επιλέγει να μην εργαστεί», εξηγεί η Als.

Είναι επίσης διαφορετική από τη γυναίκα που δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εργαστεί. Οι μελέτες της DiPietro δείχνουν ότι τα έμβρυα πτωχών γυναικών είναι από άποψη νευρολογικής συμπεριφοράς αλλοιώτικα – είναι λιγότερο δραστήρια, με λιγότερο κυμαινόμενο καρδιακό παλμό – απ’ ό,τι τα έμβρυα των εγκύων μέσης (αστικής) τάξης. Ωστόσο, παρατηρεί ότι «οι πτωχές γυναίκες κατατάσσουν τους εαυτούς τους ως λιγότερο στρεσαρισμένες απ’ ό,τι οι εργαζόμενες γυναίκες μέσης αστικής τάξης». Η DiPietro υποπτεύεται ότι η ανεπαρκής διατροφή και η έκθεση σε ρυπαντικές ουσίες μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τα έμβρυα των πτωχών γυναικών.

Το στρες, η διατροφή, και οι τοξίνες μπορούν, συνδυαζόμενες μεταξύ τους, να έχουν επιβλαβή επίδραση στην νοημοσύνη. Πρόσφατη μελέτη του βιοστατιστικολόγου Bernie Devlin από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, υποδεικνύει ότι τα γονίδια ίσως έχουν λιγότερη επίδραση στον δείκτη νοημοσύνης, απ’ ό,τι θεωρείτο παλαιότερα και ότι το ενδομήτριο περιβάλλον ίσως επιδρά πολύ περισσότερο. Η DiPietro επιμένει: «Η παλιά μας αντίληψη περί επιρροής της φύσεως επί του εμβρύου προ του τοκετού και περί ανατροφής μετά τον τοκετό χρειάζεται ανανέωση. Υπάρχει και ένα προγεννητικό περιβάλλον, το οποίο παρέχεται από την μητέρα.»

Οι μέλλοντες γονείς που επιθυμούν να ενισχύσουν την νοητική ανάπτυξη του αγέννητου παιδιού τους, πρέπει να ξεκινήσουν από το να εξασφαλίσουν ότι το προγεννητικό περιβάλλον παρέχει καλή διατροφή, χαμηλό στρες και απουσία φαρμακευτικών ουσιών. Ποικίλοι συγγραφείς και “ειδικοί” έχουν επίσης προτείνει να δίνονται ωθήσεις στο έμβρυο κατά τακτά διαστήματα, να του μιλούν οι γονείς μέσω ενός χαρτοσωλήνα (“εγκυοφώνου”), να του διοχετεύουν κλασσική μουσική, ακόμη και να εκπέμπεται ισχυρός φωτισμός στην κοιλιά της μητέρας.

Τέτοιο είδος ερεθισμών έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα; Και ακόμη σημαντικότερο: είναι ασφαλές; Ορισμένοι χρήστες αυτών των μεθόδων ορκίζονται ότι τα παιδιά τους είναι εξυπνότερα, με μεγαλύτερη κλίση προς τον λόγο και την μουσική, με μεγαλύτερο φυσικό (σωματικό) συντονισμό και κοινωνικές δεξιότητες απ’ ό,τι ο μέσος όρος. Οι επιστήμονες ωστόσο είναι δύσπιστοι.

«Δεν υπάρχει πουθενά επιστημονικά κατοχυρωμένη έρευνα, που να δείχνει κάποιο μόνιμο αποτέλεσμα από αυτούς τους ερεθισμούς» βεβαιώνει ο Filer. «Εφ’ όσον κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να πει πότε το έμβρυο κοιμάται και πότε όχι, το να σκουντά κανείς το έμβρυο ή να κολλά ηχεία στην κοιλιά της μητέρας μπορεί να διαταράξει το φυσιολογικό μοτίβο ύπνου. Κανείς δεν θα διενοείτο να σκαλίσει ή να σκουντήσει ένα νεογνό μέσα στην κούνια του, ή να βάλει δίπλα στο αυτί του ηχείο, γιατί λοιπόν να κάνει κάτι τέτοιο σε ένα έμβρυο;»

H Als είναι ακόμη πιο κατηγορηματική. «Στοιχηματίζω ότι το σκούντημα, η διατάραξη ή ο με άλλον τρόπο εσκεμμένος ερεθισμός του εμβρύου, θα μπορούσε να αλλοιώσει την ακολουθία ανάπτυξής του και οτιδήποτε επιδρά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου έχει το τίμημά του.»

Πάντως, το να μιλά κανείς ήρεμα στο έμβρυο, φαίνεται να μην είναι επικίνδυνο. O Fifer ισχυρίζεται ότι τέτοιου είδους δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσει τόσο τους γονείς όσο και το έμβρυο. «Το να σκέπτεσαι το έμβρυο, το να του μιλάς, το να ζητάς από τον σύζυγό σου να του μιλά, όλα αυτά θα σε βοηθήσουν να προετοιμαστείς γι’ αυτό το νέο πλάσμα που θα μπει στη ζωή σου και θα την φέρει άνω κάτω,» λέει ο Fifer – όταν τελικά κάνει την είσοδό του που αποτελεί το αποκορύφωμα της αναμονής.

 Ποιο είναι το αντίκτυπο στην άμβλωση;

Παρά το γεγονός ότι η εμβρυακή ψυχολογία εστιάζει στο τελευταίο τρίμηνο, κατά το οποίο οι περισσότερες αμβλώσεις είναι παράνομες, η σκέψη ενός εμβρύου που ονειρεύεται, ακούει, και αποκρίνεται στη φωνή της μητέρας του, σίγουρα θα προσθέσει νέα πολυπλοκότητα στο θέμα. Τα νέα πορίσματα αναμφίβολα θα ενισχύσουν την πεποίθηση των υποστηρικτών της ζωής (pro-lifers) και πιθανώς θα κλονίσουν την βεβαιότητα των υποστηρικτών της επιλογής (στην άμβλωση), που θεωρούν ως αρχή της διανοητικής ζωής τον τοκετό.

Ωστόσο, πολλοί από τους επιστήμονες – μελετητές των εμβρύων παραμένουν μακριά από την αντιπαράθεση για τις αμβλώσεις, επιμένοντας ότι η εργασία τους είναι τελείως άσχετη με την δημόσια συζήτηση περί αμβλώσεων.

«Δεν πιστεύω ότι η εμβρυολογική έρευνα διαφωτίζει καθόλου το θέμα», διατείνεται η ψυχολόγος Janet DiPietro του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. «Η ουσία της αντιπαραθέσεως περί των αμβλώσεων είναι η εξής: Πότε αρχίζει η ζωή; Ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν ότι αρχίζει με την σύλληψη, το άλλο άκρο πιστεύει ότι αρχίζει με τον τοκετό, και υπάρχει και μια ομάδα στο μέσον που πιστεύει ότι αρχίζει γύρω στην 24η με 25η εβδομάδα, όταν το έμβρυο είναι σε θέση να επιβιώσει εκτός της μήτρας, παρ’ ότι χρειάζεται πολλή βοήθεια για να το καταφέρει.

«Μέχρι την 25η εβδομάδα περίπου, είτε πιπιλά ή όχι τον αντίχειρά του είτε έχει ή όχι προσωπικότητα είτε κάνει οτιδήποτε άλλο, το έμβρυο δεν μπορεί να επιζήσει έξω από την μητέρα του. Λοιπόν, αυτό είναι ζωή, ή όχι; Αυτό είναι ηθικοθρησκευτικό ερώτημα, όχι επιστημονικό. Υπάρχουν πράγματα που συμπεριφέρονται κι όμως δεν είναι ζωντανά. Οι υποστηρικτές της ζωής μπορεί να πουν ότι αυτή η έρευνα αποδεικνύει ότι το έμβρυο είναι ζωντανό, αλλά δεν το κάνει. Δεν μπορεί να το κάνει».

«Η εμβρυολογική έρευνα αλλάζει την συζήτηση για τις αμβλώσεις μόνο γι’ αυτούς που νομίζουν ότι η ζωή αρχίζει κάποια μαγική στιγμή» ισχυρίζεται η Heidelise Als, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Harvard. «Αν πιστεύεις ότι η ζωή αρχίζει με τη σύλληψη, τότε δεν χρειάζεσαι την απόδειξη της εμβρυακής συμπεριφοράς». Για άλλους, πάντως, η άμβλωση είναι πολύ περίπλοκο θέμα και σχετίζεται με πολύ περισσότερα πράγματα από το αν η έρευνα δείχνει ότι το έμβρυο είναι ζωντανό. «Οι περιστάσεις στις οποίες βρίσκεσαι και τα προσωπικά σου πιστεύω έχουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην απόφασή σου», παρατηρεί.

Όπως η DiPietro, έτσι και η Als καταλαβαίνει ότι «κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν αυτήν την έρευνα σαν ένα συναισθηματικό μέσο για να προσελκύσουν τον κόσμο προς την πλευρά που τάσσεται υπέρ της ζωής (pro-life), αλλά δεν θα πρέπει να τύχει εκμετάλλευσης από επιθετικούς (φανατικούς) ακτιβιστές.» Αντίθετα, πιστεύει ότι θα έπρεπε να εφαρμοστούν τα αποτελέσματα της έρευνας για να βοηθηθούν οι μητέρες ώστε να έχουν όσο το δυνατόν υγιέστερη εγκυμοσύνη, και για να προετοιμαστούν να κηδεμονεύσουν καλύτερα το παιδί τους. Σύμφωνος είναι και ο ψυχολόγος του Πανεπιστημίου της Columbia, William Fifer: «Η έρευνα σχετίζεται πολύ περισσότερο με θέματα που αφορούν βιώσιμα έμβρυα – πρόωρα βρέφη.»

Με απλά λόγια, λένε και οι τρεις, η εργασία τους στόχο έχει να βοηθήσει βρέφη που ζουν – όχι να αποφασίσει κατά πόσον τα έμβρυα θα έπρεπε να ζήσουν ή όχι.