Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ (+Γέροντος Ιωσήφ) (1)

1 Ιουλίου 2009

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ (+Γέροντος Ιωσήφ) (1)

100_3743 VatopaidiFriend: Στη μνήμη του Γέροντα Ιωσήφ του Βατοπαιδινού παραθέτουμε σε δύο συνέχειες το λόγο που διαβάστηκε στην τράπεζα της Μονής μετά την εξόδιο ακολουθία ενώπιον πολλών Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κύπρου, πλήθους ηγουμένων, μοναχών και λαϊκών που κατά κύματα κατέφθασαν στη Μονή. Ελάχιστη προσφορά και αντίδωρο σ’ όλους όσοι σωματικά ήταν απόντες αλλά νοερά «έκλιναν γόνυ νου και καρδίας» στο σεπτό σκήνωμα του Μεγάλου μας Γέροντα, Οδηγού και Πατέρα.

-«Τι είναι επιτέλους ο Μοναχισμός;».

Δεν μας παραξενεύει αυτή η επαναλαμβανόμενη ερώτηση από τους αγνοούντας τη μυστηριώδη ζωή των Μοναχών, εφόσον πολλάκις και σε αυτούς τους ίδιους τους Μοναχούς μένει ασύλληπτη στο υπέρ φύσιν ύψος και έκτασή της και τις περισσότερες φορές μόνον δια της πίστεως κατανοείται. Συνεχώς μας υποβάλλεται πλήθος παρομοίων ερωτήσεων όχι μόνον έξω στον κόσμο, αλλά και μέσα στα Μοναστικά μας ιδρύματα, αν ο Μοναχισμός έχει νόημα και αξιόλογη σκοπιμότητα στην ανθρώπινη ζωή ή είναι παραποίηση και διαστροφή της αληθείας και δημιούργημα του θρησκευτικού φανατισμού και της φαντασίας.

Δεν θα μας απασχόληση εδώ η ετυμολογία των λέξεων Μοναχός και Μοναχισμός μήτε ο φιλοσοφικός ορισμός των, αλλά θα αναφερθούμε κατ’ ευθείαν στην έννοια αυτού του βιώματος, που κατ’ εξοχήν σήμερα -μέσα στον εν εξελίξει κυκεώνα της συγχύσεως και του αποπροσανατολισμού- απασχολεί τον σύγχρονο άνθρωπο. Η εδώ σύντομη περιγραφή μας δεν επεκτείνεται σε ευρείες αναλύσεις και ορισμούς, διότι τώρα δεν είναι αυτός ο σκοπός μας, δεν θ’ άποφύγωμε όμως την κατά το δυνατό σύντομη αναφορά μας στον ανθρώπινο προορισμό με βάση την θεία Αποκάλυψη κατά την Αγία Γραφή, το οποίο μας είναι εντελώς απαραίτητο για το αναζητούμενο συμπέρασμα.

Ο Μοναχισμός, κατέχων το ένα από τα δύο σκέλη του πανανθρώπινου βίου, έχει την αρχή του στην επιφάνεια της θείας άποκαλύψεως. Έκτοτε παραμένει με αμετάπτωτη καρτερία στο σκληρό αγώνα του, όπως εν συνεχεία θα αναλύσωμε, ο οποίος -καθώς πιστεύεται- είναι ο στόχος του κατά την θεία αποκάλυψη ανθρωπίνου προορισμού. Με βάση λοιπόν την θεία αποκάλυψη, παραδεχόμεθα -κατά την χριστιανική αλλά και την ιουδαϊκή ανθρωπολογία- τον άνθρωπο ως θειο δημιούργημα πλασθέν «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» αυτού του ίδιου του Δημιουργού του. Με αυτή τη βάση ερμηνευόμενος ο άνθρωπος δικαιούται των θείων επαγγελιών, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επανάκτηση της «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» αξίας, την οποία δια της πτώσεως απώλεσε.

Η έννοια της «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού θέσεως του ανθρώπου είναι η θέωσή του και αυτόν το σκοπό είχε η κένωση του Θεού Λόγου, όπως αναφέρεται και στην υμνολογία της Εκκλησίας μας· «εψεύσθη πάλαι Αδάμ, και Θεός επιθυμήσας ου γέγονεν· άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον Αδάμ απεργάσηται» (Δοξαστικόν των Αίνων Ευαγγελισμού). Ότι αυτή η θέση είναι ο κύριος σκοπός της ανθρωπινής προσωπικότητος επιβεβαιώνεται από όλους τους Πατέρας της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως από τους αποστολικούς χρόνους έως σήμερα, οι οποίοι πραγματεύονται τούτο και το τοποθετούν ως το ύψιστον δώρον του Θεού προς τον άνθρωπον και ως τον έσχατον προορισμόν. Προερχόμενος, όθεν, ο άνθρωπος εκ του Θεού, Αυτόν εικονίζει η ύπαρξή του και ζει ένεκα της αγαθής θελήσεως και προνοίας του Ποιητού του. Επομένως, διά να εκπλήρωσει τον προορισμό του, δεν δύναται μόνος αφ’ εαυτού, εάν δεν ενισχυθή και δεν οδηγηθή από Εκείνον. Φυσικώ τω λόγω, μακράν του Θεού ευρισκόμενος ο άνθρωπος στερεί τη ζωή του παντός νοήματος. Μόνον δια της συνδρομής της θείας χάριτος, ποικιλοτρόπως συμπληρώνων και θεραπεύων την δια της πτώσεως έλλειψή του, δύναται να επανακτήσει την προσωπικότητά του. Ιδού διατι ο Ιησούς μας λέγει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. 15, 5).

Στον όρο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» υπάρχει κατά τους Πατέρας μας μία λεπτή διάκριση, που δεν βρίσκει τελικά διαφοράν. Το βάρος όμως του νοήματος είναι ότι κάθε άνθρωπος φέρει το «κατ’ εικόνα», ενώ το «καθ’ ομοίωσιν» είναι δυνατότης. Αυτό μένει στην ελευθερία του άτομου, αν προτιμήσει την προς τον Θεό εξ ολοκλήρου στροφή, οπότε η θεία χάρις τον ανάγει στη θέωσή του, και αυτό είναι το τέρμα του προορισμού του. Άρα η αληθής ζωή του ανθρώπου πηγάζει από τη μέθεξη της ζωής του Θεού, που επιτυγχάνεται δια της μετ’ Αυτού κοινωνίας. «Εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (Ιω. 14, 19) λέγει ο Ιησούς μας. Και «όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. 1,12). Αυτό αναφέρει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εις ένα λόγο του αντιρρητικό προς Ακίνδυνον «αλλά και αυτό (το Πνεύμα) εν εαυτώ έχει την ζωήν και οι μετέχοντες αυτού ζώσι θεοπρεπώς, ζωήν θείαν και ουράνιον κεκτημένοι. Ζωή δε πάντως θεία και παντός αγαθού μετουσία τοις ηξιωμένοις η της θείας φύσεως λαμπρότης».

Κατ’ ανάγκην κάναμε αυτήν την παρένθεση περί του ανθρωπίνου προορισμού, για να αποδείξομε σαφέστερα ότι ο Μοναχός και η μοναστική ζωή περιστρέφεται κυρίως γύρω από αυτόν το στόχο, καθώς εν συνεχεία θα αναπτύξομε λεπτομερέστερα.

Εις το Γεροντικόν ευρίσκομε διαφόρους ορισμούς περί του τι είναι ο Μοναχός. Ο αββάς Υπερέχιος αναφέρει ότι «ζωή Μοναχού κατά μίμησιν αγγέλου εστί». Κατά τον αββά Μωυσή «αύτη εστίν η τελεία εργασία του Μοναχού, το προσέχειν τω Θεώ απερισπάστως». Άλλος Γέρων είπε, «η ζωή του Μονάχου αύτη εστίν στόμα αληθινόν, σώμα άγιον, καρδία καθαρά». Κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο «Μοναχός έστιν ο έξωθεν του κόσμου καθήμενος και αεί δεόμενος του Θεού τυχείν των μελλόντων αγαθών. Πλούτος Μονάχου έστιν η παράκλησις η γινομένη εκ του πένθους. Πενθικός έστιν ο εν πείνη και δίψη διάγων πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού». Ο αυτός επίσης αββάς λέγει, «Καύχημα της Χριστού Εκκλησίας η μοναχική πολιτεία εστί». Με τους ελαχίστους αυτούς ορισμούς των Πατέρων περί του μοναστικού ιδεώδους φανερώνεται αλάνθαστα ότι το κέντρον της επιδιώξεως και το σύνολο της προσπάθειας δεν είναι άλλο παρά η επιστροφή στη «δυνατότητα» του «καθ’ ομοίωσιν», πραγματοποιούμενης έτσι της θεώσεως.

Με αφετηρία τη μετάνοια ο Μοναχός ξεκινά για την επίτευξη της τελειότητος και της θεώσεως μέσα στους κόλπους και κατά την πίστη της Εκκλησίας, της οποίας είναι μέλος αναπόσπαστον. Με πρώτη βάση την αποταγή και τη ξενιτεία τοποθετεί τα πρώτα του θεμέλια. Ο Μοναχός είναι προϊόν της μετανοίας και δεν ερμηνεύει τη μετάνοια με τα στενά πλαίσια της διακοπής των πονηρών πράξεων μόνον, αλλά την εννοεί ως την παντελή νέκρωση του κακού μέχρι και αυτής της απλής σκέψεως, φιλονεικών -ούτως ειπείν— να απαλείψει από τη φαντασία και αυτήν τη ψιλή μνήμη. Μετά τη μετάνοια η δευτέρα επίδοσή του είναι η κατάκτηση των αρετών μέχρι του σημείου να τις θεωρεί σαν την πλέον φυσική ενέργεια, έχων ως πρότυπο τον πανάρετο βίο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Το επόμενο και έσχατο βήμα του είναι η διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος αρπαγή του νοός του στη θεία έλλαμψη και θεωρία.

Οι τρεις αυτές καταστάσεις, όπως συντόμως τις αναφέραμε, είναι οι φυσικοί όροι και νόμοι, διά των οποίων η ανθρώπινη φύση δύναται -χάριτι του σωτήρος ημών Χρίστου- να ανασυρθή από το χώρο της φθοράς και του θανάτου, όπου την κατεδίκασε η προπατορική πτώση. Δι’ αυτών των νόμων δύναται ο άνθρωπος να επανέλθη στην υπεραξία της θεώσεώς του, που ήταν και είναι ο σκοπός της δημιουργίας του υπό του Θεού, και το επανέφερε πάλι, μετά την πτώση, η παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ουσία λοιπόν του Μοναχισμού είναι η συνετή αντιμετώπιση αυτού του στόχου, της μετά βεβαιότητος επιτυχίας του απολύτου αυτού προορισμού.

Με άλλες λέξεις, ο Μοναχός εκκινεί από την «παρά φύσιν» αμαρτωλή ζωή, προχωρεί στην «κατά φύσιν» διά της μετανοίας ενάρετη ζωή και επιμόνως προσπαθεί να φθάσει στην «υπέρ φύσιν» κατάσταση του αγιασμού. Σ’ αυτές τις τρεις καταστάσεις κινείται ο Μοναχός, εδώ στηρίζονται τα κίνητρα του ισοβίου αγώνος του και αυτές θα αναλύσωμε τώρα.

Ο θειος φόβος, γέννημα της εισαγωγικής πίστεως, είναι η πρώτη βαθμίδα στην είσοδο της μετανοίας, από την οποία και ξεκινά ο Μοναχός. Αυτό το ξεκίνημα, που πρακτικά είναι ο αποχωρισμός από τα εγκόσμια, λέγεται αποταγή και η εκτός των δικών του, προσώπων ή πραγμάτων, παραμονή λέγεται ξενιτεία. Η αιτία, που επιβάλλει αυτήν την απομάκρυνση εκ του κόσμου, είναι η διαπίστωση ότι παρόντων των αιτίων, που ο κόσμος περιέχει σε μεγάλη ποικιλία, ο άνθρωπος παρασύρεται στην παραβίαση των θείων εντολών. Η κατ’ επανάληψη ήττα του άνθρωπου στους ποικίλους πειρασμούς εξασθενεί ακόμη περισσότερο τον από της πτώσεως ήδη ασθενή του χαρακτήρα, ασθένεια που κληρονομικά μεταδίδεται στη φύση κατά το «εγκειμένη η διάνοια επί τα πονηρά εκ νεότητος» (Γέν. 8, 21). Όπως στους ασθενείς επιβάλλεται η αποχή από τα βλάπτοντα και η ηρεμία, έτσι και στους θέλοντας να απαλλαγούν από τις ιδιότητες και ενέργειες του παλαιού άνθρωπου, που είναι «πάθη και επιθυμίες», επιβάλλεται η απομάκρυνση από τα αίτια. Αυτό άλλωστε δεν απαίτησε και ο Θεός και από τον Αβραάμ, όταν τον κάλεσε στην επίγνωσή Του και τον προώρισε για τις μέλλουσες επαγγελίες; «Και είπε Κύριος τω Άβραμ· έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. 12, 1).

Η αποταγή και ξενιτεία, σαν τα πρώτα βήματα, είναι ταυτοχρόνως και πρακτική ομολογία του ειλικρινώς μετανοούντος, γιατί αποδεικνύει έμπρακτα την αποχώρησή του από την προηγούμενη εμπαθή ζωή του, και την επιβάλλει αυτή η θεία φωνή εις όσους προσκαλεί στην επιστράτευση της ενάρετου και κατά Θεόν διαγωγής. «Εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ είσδέξομαι υμάς και έσομαι υμίν εις Πατέρα και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β’ Κρ. 6, 17-18). Μακράν των αιτίων της αμαρτίας παραμένων ο Μοναχός παύει να προσθέτει πλέον άλλες αμαρτίες και μεριμνά για την εξάλειψη των παλαιών, προς το οποίο τον παρακινούν η επίγνωση και η εκ της μετανοίας συντριβή. Η περιεκτική φιλοπονία, σαν αντίρροπο της εφάμαρτης φιληδονίας, του γίνεται πλέον συνείδηση και όλα του τα έργα και οι σκέψεις συνδέονται με την κακοπάθεια.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απόσταση από την παρά φύσιν ζωή, όπου ανήκει όλος ο παλαιός άνθρωπος, τον οποίο σπεύδει πάση σπουδή ν’ απαρνηθή, και έτσι να ανέβη στη νέα και καινή ζωή, που ο Κύριός μας χαρακτηρίζει στις θείες του εντολές. Φιλόπονος, ακτήμων, πράος, σιωπηλός, ταπεινός, υπήκοος και παρθένος. Ειδικά τα δύο τελευταία χαρακτηρίζουν το κεφάλαιο της μοναστικής ιδιότητος. Πιστός στις υποθήκες του πνευματικού του οδηγού, φιλονεικεί ακούραστα «ίνα μηδέν αύτω λείψη» εκ των αγίων αρετών. Διότι πιστεύει ότι μόνο μετά από αυτές θα δυνηθεί να ακούσει της μακάριας του Σωτήρος ημών φωνής, «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Μθ. 25, 21), που είναι και το προσδοκώμενον τέρμα του αγιασμού.

Κακώς, άρα, υπό των αγνοούντων συκοφαντείται ο Μοναχός ότι φυγοπονεί ή πλανάται. Κανένα τέτοιο σημείο δεν φαίνεται σε όλη του τη διαγωγή, απ’ αρχής και μέχρι τέλους όλων του των επιδιώξεων. Αν και διαιρείται σε διάφορα είδη και στάδια η μοναστική ζωή, εν τούτοις κανέν’ από αυτά δεν χαρακτηρίζεται από ατομισμό ή φυγοπονία. Οι σωματικοί κόποι είναι το απαραίτητο και αδιάλειπτο έργο του, είτε δια τον πορισμό των βιοτικών του αναγκών είτε διά την αντίσταση στον πνευματικό του αγώνα κατά της πολυειδούς κακίας αφ’ ενός και υπέρ της έξεως των αρετών αφ’ έτερου. Το ψαλμικόν «ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου» είναι το ελατήριο όλων των κινήσεων του.

«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρμ. 1, 7) και «τω φόβω Κυρίου εκκλίνει τις από κακού» (Παρμ. 3, 7). Υποκείμενος ο άνθρωπος εις τον νόμο της φθοράς και του θανάτου, που είναι τα προϊόντα της πτώσεως, ερεθίζεται συνεχώς υπό της πολυμόρφου αμαρτίας. Η αμαρτία έχει ριζωθεί «εν τοις μέλεσιν αυτού» (Ρωμ. 7, 5) και ως «κέντρον του θανάτου» (Α’ Κρ. 15, 56) αυτή σέρνει βιαίως τον άνθρωπο στη δουλεία. Σ’ αυτή την ανατομία, του πως η παρά φύσιν εξη του κακού εκβιάζει τον άνθρωπο να πράττει «ο ου θέλει κακόν» (Πρβλ. Ρμ. 7, 19) και να σκληρύνεται εις ο προτίθεται καλόν, ανεκάλυψαν οι Πατέρες τη φιλαυτία ως την κύρια ρίζα αυτής της διαστροφής.

Αν και στην ποιότητα της ο γίγας αυτός της παραμορφώσεως λέγεται φιλαυτία, στην ενέργεια της ονομάζεται φιληδονία, όρος υπό τον όποιον υποδηλούνται όλα τα πάθη και οι επιθυμίες. Αυτής της διακρίσεως γενόμενος κάτοχος κάθε Μοναχός, στρατεύεται ευμέθοδα στη μυστική αυτή στρατεία, όπου τα όπλα δεν είναι πλέον «σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β’ Κρ. 10, 4) και πάσης της απάτης και πλάνης του εχθρού. Αν και στον κατάλογο των πρωταιτίων κακών μαζί με τη φιλαυτία αναφέρεται και ο εγωισμός και η πλεονεξία, κεντρικώτερη θέση στην προς τον άνθρωπο πάλη κατέχει σχεδόν πάντοτε η φιλαυτία, διότι υποστηρίζεται και από παράγοντας φυσικούς, τους περί αυτοσυντηρήσεως νόμους της ζωής.

Και τους τρεις αυτούς γίγαντας των παθών, όπως ονομάζονται στην πατερική ορολογία, αντιμετώπισε και κατενίκησε ο Κύριος εις την έρημο μετά το βάπτισμα του και μας παρέδωσε τα μυστικά αυτής της πάλης. Δια της συνεργίας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και της καλής προθέσεως του άνθρωπου προχωρών ο Μοναχός εις τη μίμηση του Κυρίου μας Ιησού, αρχίζει τη μάχη κατά των περιεκτικών αυτών κακών ξεκινώντας από τη φιλαυτία. Και ιδού το γιατί κάθε τι που είναι και λέγεται πάθος και επιθυμία δεν είναι έλλογες ανάγκες της φυσικής χρείας, αλλά άλογες ορμές ορέξεων του εμπαθούς μέρους της παρά φύσιν ζωής και ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η εκ τούτων ηδονή. Άρα η ηδονή, σαν μητέρα της κατ’ επιθυμίαν ζωής, είναι σκοπός της εμπαθούς και εφάμαρτης ζωής. Έτσι, λοιπόν, λέγεται φιληδονία η κατ’ ενέργεια φιλαυτία και κατ’ αυτής αντιστρατευόμενοι «οι του Χριστού» ησπάσθησαν την φιλοπονία. Το παράδειγμα του προσωπικού βίου του Κυρίου μας και ιδίως στη έρημο, όπου συνήψε τη σκληρή μάχη μετά του Πειράζοντος, αυτό ήταν η φιλοπονία. Ο Κύριος νήστευε, αγρυπνούσε, προσηύχετο, ακτημονούσε, παρθένευε· αυτά είναι και τα κυριώτερα δείγματα της περιεκτικής φιλοπονίας. Επάνω εις αυτές τις βάσεις εν συνεχεία οι Πατέρες μας πρόσθεσαν και τις λοιπές λεπτομέρειες του πρακτικού μέρους της ασκητικής αγωγής και οργάνωσαν το δικό τους ιδεώδες, που είναι και λέγεται Μοναχισμός. Πολεμούντες ευμέθοδα διά της πρακτικής φιλοπονίας προς κάθε κίνηση εμπαθή, κατανικούσαν χάριτι Χριστού την επιθυμία και τα πάθη, που είναι η παρά φύσιν ζωή.

Συνεχίζεται…