Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (21)

30 Αυγούστου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (21)

osios iosif o isihastis2

Συνέχεια από (20)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

23. Μετάβασις εις την Νέαν Σκήτην και το οσιακόν τέλος.

Εις την Νέαν Σκήτην πλέον, όταν ήλθαμε, ο Γέροντας ειχε πέσει τελείως σωματικώς και κάθε προσπάθεια εξωτερική και κόπος, έστω και μικρός,τον κατέβαλε σωματικώς. Τί ημπορούσαμεν όμως να κάμωμεν που έπρεπε να ευρεθή τόπος κατάλληλος, ώστε να ημπορούμεν να συνεχίσωμεν την τάξιν και συνήθειαν του τύπου όπου είχαμεν από πριν; Μέσα εις την Σκήτην ήτο αδύνατον, διότι οι Πατέρες εδώ έχουν άλλην τάξιν και συνήθειαν· είναι δε και πολύ πυκνοκατοικημένη και οπωσούν, ανεπιτηδεία προς ησυχίαν. Βγήκαμεν έξω από την Σκήτην προς τον Πύργον και εκαθίσαμεν εις τα εκεί ησυχαστήρια της Μονής του Αγίου Παύλου, όπου συνέπεσε να ήσαν κενά, όμως και ακατάλληλα προς οίκησιν. Με οσηνδήποτε προσωρινότητα και αν επεσκευάσαμεν τα πλέον απαραίτητα, εδημιουργείτο πάλιν μέριμνα και ουχί ολίγος κόπος, που εις ημάς δεν φαινόταν, εις την ασθενή όμως εκείνην και καταβεβλημένην φύσιν έγινε πολύ αισθητόν. Από τότε άρχισε νά καταπίπτη τελείως ή υγεία του και δύο σοβαρές ασθένειες, η μία κατόπιν της άλλης, επέφεραν το τέλος της επιγείου ζωής του.

Κάποτε, όταν υπέφερε από το καρδιακόν του νόσημα όπου τον κατεπίεζε πολύ και μια τρομερά δύσπνοια τον έπνιγε κυριολεκτικά,τον άκουσα να ομιλά μόνος του με ύφος κλαυθμηρόν και πήγα σιγά σιγά κοντά εις την πόρταν και μπήκα μέσα με προσοχήν, να ιδώ με ποιόν μιλούσε, γιατί εγνώριζα ότι δεν ήτο κανείς. Τον βρήκα και βαστούσε μιαν εικόνα της Παναγίας μας, που την είχεν και αχώριστα μαζί του και την ασπαζόταν με πολλήν αγάπην και δάκρυα· εκείνο δε που άκουσα να λέγη ήτο το εξής: «Δέσποινα μου, Δέσποινα, μη με εγκαταλίπης, εγώ σε ασπάζομαι εις την εικόνα σου και εσύ με χάιδεψες ζωντανή». «Μιλάς, Γέροντα, με την Κυρίαν μας;» του λέγω. «Τί σημαίνουν αυτά που της είπες; Πές μου σε παρακαλώ».

Κάτι μου ειχε ειπεί και άλλοτε, μα δεν εθυμόμουν καλά. Μου λέγει, λοιπόν: «Με την εικόνα της αυτήν η Δέσποινα μας κάποτε με ειχε παρηγορήσει πολύ, όταν ειχα μεγάλους πειρασμούς, και αυτά τώρα ενθυμούμαι και την παρακαλώ. Όταν ήμουν εις την Μικράν Αγίαν Άνναν και ειχα πολλήν θλίψιν και πειρασμούς, πήγαινα μέσα εις το εκκλησάκι μας και προσευχόμουν και ζητούσα πάντοτε την βοήθειάν της. Κάποτε που ήμουν πολύ στενοχωρεμένος και η Χάρις του Θεού έκρυβε την παρουσίαν της, όπως συνηθίζει πάντοτε να κάμνη, την παρακαλούσα με πόνον πολύ και συγκεντρώνοντας όλην μου την διάνοιαν και την θεωρίαν ζητούσα βοήθειαν και μου ήλθε σαν παράπονο. Ήμουν εις το στασίδι μου και αντίκρυ μου ακριβώς ήτο η εικονίτσα αυτή της Παναγίας μας.

Το εκκλησάκι μας εκεί όπως ήτο μικρό και δυσανάλογο εις τας διαστάσεις για το ακατάλληλον του χώρου, η απόστασίς μου, όπου ήμουν μέχρι της εικόνος, ήτο περίπου ένα μέτρο ή ολίγον περισσότερο . Έξαφνα βλέπω και η εικόνα της Παναγίας μας έλαβε φυσικάς διαστάσεις και σιγά σιγά ξεκόλλησε από το τέμπλο και στάθηκε μπροστά μου ζωντανή, όχι πλέον ως εικόνα, άλλά τέλειον σώμα με όλην την μεγαλόπρεπειαν που της ανήκει, καθώς μπόρεσα να την ιδώ, βαστάζουσα εις την αγκάλην της τον πανάγιόν της τόκον και με ύφος γεμάτον αγάπην και μητρικήν στοργήν.

Και όπως την έβλεπα με όλην την δύναμιν της θεωρίας μου, μου λέγει με την γλυκυτάτην της φωνήν, που είναι ακόμη μέσα εις την ψυχήν μου και εις την μνήμην μου ριζωμένη: “Δεν σου είπα να έχης την ελπίδα σου σε έμενα; Γιατί λυπάσαι; Να, πάρε τον Χριστόν”. Και άπλωσε την αγκαλιάν της, σαν να ήθελε να Τον δώση πραγματικά. Εγώ όπως στεκόμουν σε έκστασιν και έβλεπα το εξαίσιον αυτό θέαμα, χωρίς να κινηθώ, με πλησίασε νομίζω πιο πολύ και το πανάγιόν της Βρέφος, ο γλυκύτατος μας Ιησούς με ψηλάφησε τρις εις το μέτωπον και εις την κεφαλήν μου και εγέμισε η ψυχή μου φως και ευωδίαν. Τόσον δεν κύμα Χάριτος και αγάπης ήλθε μέσα μου, που νόμιζα ότι θα έξέλθη η ψυχή μου. Μη δυνάμενος δε να σταθώ εις τα πόδια μου, έπεσα κάτω εις το πάτωμα και φιλούσα με δάκρυα τον τόπον που στεκόταν η Πανάχραντος μας Δέσποινα. Τόσον δε τυπώθηκε μέσα μου η θεωρία και τα λόγια αυτά, που εις όλον τον υπόλοιπόν μου βίον ήσαν ανεξάντλητος παρηγοριά».

Πράγματι δε, τόσην άγάπην και ευλάβειαν είχεν εις την Δέσποινα μας, που όπως αν την περιγράψω, θα φανώ ελλιπής. Τόσην δε αγάπην ειχεν προς τον πλησίον, και ιδίως προς τους πτωχούς και ταλαιπωρημένους, που νομίζω θα γίνω απίστευτος εάν θελήσω να το περιγράψω.

Οι τελευταίες του ήμερες ήσαν πολύ οδυνηρές, και ήτο για μας αιτία να ιδούμεν την σημασίαν και την δύναμιν της υπομονής. Όταν τον εβλέπαμεν που κυριολεκτικώς σπαρταρούσε από την αγωνίαν που του προκαλούσε η φοβερά δύσπνοια, ελυπούμεθα και συμπονούσαμεν που δεν ημπορούσαμεν να τον βοηθήσωμεν και αυτός μας παρηγορούσε με κάθε είδους σοφά παραδείγματα περί υπομονής.

Μας έλεγε: «Κοντεύει η ημέρα μου και φεύγω. Όπως έγινα, δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ να αγωνισθώ, να βγάλω τίποτα από την υπομονήν». Τόσα δε δάκρυα ειχε και πένθος εις όλην την περιόδον της ασθενείας του, που ποτέ δεν στέγνωναν τα μάτια του. Κάθε είδους περίστασις ή ομιλία ήτο γι’ αυτόν αφορμή πένθους και κλαθμού. Όσον δε άφορα τον θάνατον, τον αντιμετώπιζε με την μεγαλυτέραν χαράν. Η μόνη του χαρά και επιθυμία ήτο, «πότε θα φύγωμεν από εδώ», όπως έλεγεν. Όσο έπασχε από αυτήν την δύσπνοιαν, που ήτο αποτέλεσμα της καρδιακής του παθήσεως, δεν ημπορούσε να πλαγιάση καθόλου και έμενεν όρθιος ή καθιστός, και τα πόδια του είχαν πρησθή πολύ. Επί σαρανταπέντε ημέρας, τας τελευταίας του, δεν έφαγε τίποτα, μόνον μετελάμβανε κάθε ημέρα και έπαιρνε ολίγον καρπούζι, περί τα εκατόν γραμμάρια.

Όταν τον ηύχετο ή τον έλεγε κανείς ότι θα γίνη καλά, τότε λυπόταν. Τόσην φροντίδα είχε για την έξοδόν του, που νόμιζε κανείς ότι πρόκειται να πέραση το τραίνο και βιάζεται να εισέλθη, μήπως και το χάση. Εμείς προσπαθούσαμεν απεγνωσμένα με ό,τι πρόχειρον επιστημονικόν μέσον ημπορούσαμεν, ελπίζοντες κάτι να προλάβωμεν ή και τουλάχιστον να τον ανακουφίσωμεν, γιατί, ομολογουμένως, υπέφερε πολύ, και εκείνος μας έλεγε: «Μη κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσον καιρό περιμένω αυτήν την ώραν! Μόνον εύχεσθε να μη μου εμπόδιση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αμεριμνήση».

Κατά την 14ην Αυγούστου ετοιμαζόταν πολύ και ενθυμούμενος την επομένην, που ήτο η εορτή της Κυρίας μας Θεοτόκου, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Συνάμα δε και η κατάστασίς του είχε επιδεινωθεί πολύ. Την 15ην, εις την μνήμην της Κοιμήσεως της Κυρίας Θεοτόκου, έψαλε με πολύν κόπον το Τρισάγιον εις την Λειτουργίαν και μετέλαβε για τελευταίαν πλέον φοράν. Κοίταζε με επιμονήν την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσον την αγαπούσε· κάτι της ζητούσε. Κάτι που το γνώριζε ακριβώς Αυτή. Μόνον τα δάκρυα του μαρτυρούσαν την ενδόμυχον αίτησιν της ψυχής του πρός Αυτήν, όπου κατ’ επανάληψιν τον παρηγορούσε να εχη την ελπίδα του σ’ Αυτήν.

Μήπως και σε εμάς γενικά τους κατοικούντας εις τον θείον της τούτον περίβολον, δεν λέγει μυστικώς η γλυκύτατη μας Δέσποινα, να ελπίζωμεν εις Αυτήν; Μήπως η ζωντανή και καταφανέστατη της παρουσία εις την καθημερινήν μας ζωήν δεν είναι η διαρκής της υπόμνησις προς ημάς εις το να ελπίζωμεν εις Αυτήν; Ω, γλυκύτατη μας Δέσποινα, η πραγματική άγκυρα της ελπίδος μας, που αλλού έχομεν να στηριχθώμεν οι ευτελείς και δη κατά τας πονηράς ημέρας ταύτας, όπου το άλλοτε σεβαστόν μας σχήμα σήμερον κατέστη αντικείμενον επικρίσεων και εμπαιγμού ; Πού, λέγω, αλλού θα στρέψωμεν διαρκώς τα δακρύβρεκτά μας όμματα και να ζητώμεν την μητρικήν σου στοργήν;

Πόσον άρμόδιον και παραστατικόν είναι το προς σε τροπάριον του πιστού σου φίλου και υμνογράφου, οσίου Ιωάννου του Μαυρόποδος, το οποίον δεν είναι κανείς από ημάς πού να μη σου το ψάλλη με κατάνυξιν; «Ως δούλος αίρει τα έξω όμματα, του εαυτού Κυρίου εις τας χείρας Πανύμνητε· οφθαλμούς τους έξω και τους ένδον καγώ, ούτω προς σε επαίρω την εμήν Δέσποιναν την εμήν Κυρίαν, και ζωήν όπως οικτείρης με». Με αυτήν την πίστιν και θέρμην εξεκίνησεν ο αείμνηστος μου Γέροντας και με αυτήν την ελπίδα υποδεχόταν την τελευταίαν του αίτησιν από την Δέσποινα μας, που τον πληροφόρησεν ότι και «υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν», θα μας παράσχη, όταν καθένας μας,το κατά δύναμιν, βιασθή. Και να όπου τον καταξίωσε κατ’ αυτήν την ημέραν της κοιμήσεως της να αναπαυθή. Καθήμενος εις την καρέκλαν του και παλεύοντας με την φοβερήν δύσπνοιαν, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιον και απέλυσε όλους τους άλλους να ησυχάσουν εις τα κελλιά τους. Όταν έμειναν μόνοι τους, θέλησε ο πατήρ Αρσένιος να του τρίψη ολίγον τα πόδια του, όπως συνήθως, γιατί εύρισκε κάποιαν ανακούφισιν, αλλά δεν τον άφησε. «Παύσε, πάτερ Αρσένιε, του λέγει, μη κάνης τίποτα, τέλειωσαν όλα, φεύγω». Έπιασε το χέρι του σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε επάνω προς την στέγην, άνοιξε ολίγον το στόμα του και παρέδωσε την ψυχήν του.

Όταν μας εφώναξαν και εμαζευτήκαμεν όλοι κοντά του, δεν ήτο πλέον μαζί μας. Αφού επανηγύρισε μαζί μας την θείαν Μετάστασιν της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να έορτάση και εις τους ουρανούς την χαρμόσυνον αυτήν ημέραν. Την επομένην, όπου έγινεν η κηδεία, κατ’ απαίτησίν του εκεί εις τον τόπον όπου ετελειώθη, ήλθαν όλοι οι πατέρες της Σκήτης μας. Όλους αγαπούσε και ανταγαπάτο υπό πάντων.

Ιδού, αγαπητέ μου αδελφέ, όπου κατά την επιθυμίαν σου σού περιγράφω με συντομίαν όσα ημπόρεσα να θυμηθώ από τον βίον του αειμνήστου μας Πατρός, και αν κάποτε, ελέει Θεού, ενθυμηθούμεν και άλλα ή από άλλους που ήσαν πρότερον μαζί του μάθωμεν πληροφορίες, και ιδίως από τας ψυχωφελείς του παραγγελίας που ήσαν από την πείραν της ζωής του βγαλμένες, πάλιν θα τα γράψωμεν, και εύχου για εμένα «ίνα μη δαρήσωμαι πολλάς».

Μετά της εν Χριστώ αγάπης

Ιωσήφ Μοναχός

Νέα Σκήτη 20 Ιουλίου 1962

Συνεχίζεται…