Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 (2)

27 Οκτωβρίου 2009

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 (2)

Αλεξανδράκης. Μέχρι εσχάτων

Συνέχεια από (1)

1. «…Σάββατο απόγευμα σ’ ένα χωρίο της Μεσσηνίας. Στην πλατεία του χωρίου, έξω από το καφενείο είναι συγκεντρωμένοι αρκετοί χωριανοί. Εδώ κι ο Μανώλης, ο νεοφερμένος ηρωικός τραυματίας του αλβανικού Μετώπου.

Η συζητησις είναι σχετική -με τι άλλο;- με τα γεγονότα του πολέμου. Το υλικό για τη συζήτησι το δίνει ζωντανή εφημερίδα, ο Μανώλης, που τους διηγείται σκηνές από την πολεμική ζωή. Και ο Μανώλης, έπειτα από την εξιστόρησι κάθε θαυμαστού κατορθώματος, επαναλαμβάνει:

– Αλλά, να ξέρετε ένα πράγμα. Εμείς δεν πολεμάμε μοναχοί μας. Έχομε το Θεό με το μέρος μας. Η Παναγία πάει μπροστά και πίσω εμείς.

– Εσύ, Μανώλη, το πιστεύεις αυτό;

Την ερώτησι την έκαμε σε μια στιγμή κάποιος χωριανός που καθόταν αντίκρυ στον τραυματία.

Ο Μανώλης τον κοίταξε καλά, υστέρα κοίταξε κάτω συλλογισμένος. Έπειτα, μ’ ένα ύφος σοβαρό, που έκανε εντύπωση σε όλους, είπε.

– Έχεις δίκιο να μου κάνης αυτή την ερώτηση κυρ Δημητρό. Γιατί με ήξερες κι εσύ, όπως με ήξερε και όλο το χωριό, τι άπιστος και βλάστημος άνθρωπος ήμουνα πριν από τον πόλεμο. Αλλά αυτή τη στιγμή σας εξομολογούμαι. Κυττάχτε το χέρι μου. Το βλέπετε;

Είναι μισό. Το άλλο μισό έχει μείνει πάνω στα βουνά της Αρβανιτιάς. Λοιπόν, στο όνομα αυτού του χεριού που τώδωκα θυσία στην Πατρίδα, σας βεβαιώνω όλους σας αυτή τη στιγμή, πως ο σημερινός Μανώλης δεν είναι ο Μανώλης που ξέρατε μια φορά. Εκείνος έσβησε πια.

Τα θαύματα που κάνει ο Θεός στο στρατό μας μου άνοιξαν τα μάτια και κατάλαβα πόσο μεγάλη είναι η Θρησκεία μας που την περιφρονούσα. Επίστεψα. Εξομολογήθηκα. Εκοινώνησα. Έγινα καινούργιος άνθρωπος. Από δω και μπρος θα ζήσω όπως θέλει ο Θεός μας…».

Αλέξανδρος Γκιάλας, Πολεμικά στιγμιότυπα, Περιοδικό «ΖΩΗ»,1941.

2. «…Την εποχήν εκείνην υπηρετούσα ως έφεδρος στα οχυρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Μου είχε ανατεθεί η διαφώτιση της Μονάδος επί των πολεμικών γεγονότων. Καθημερινά έπαιρνα ειδήσεις από το Μέτωπον, δια του μοναδικού ραδιοφώνου του Τάγματος. Στις ειδήσεις δεν έλειπαν οι ομολογίες των πολεμιστών, ότι έβλεπαν την Παναγίαν, τόσον ως άτομα όσον και ως ομάδες, να υπερίπταται των μαχών.

Αυτό πλέον είχεν τόσον εξοικειώσει τους στρατιώτες, ώστε να φωνάζουν εν χορώ: «Η Παναγία, η Παναγία». Οπότε από σεβασμόν φρόντιζαν να είναι πάντοτε καθαροί, για να βλέπουν την Παναγίαν, όχι σαν μια Αθηνά με το δόρυ της, αλλά σαν βασίλισσα των ουρανών, που τους -προστάτευε θαυματουργικώς από τους κινδύνους, ως Υπέρμαχος Στρατηγός του Έθνους.

Ήταν τόσο βέβαιοι για την προστασία της Κυρίας Θεοτόκου και για την ορατήν Σκέπην Της, ώστε να αισθάνονται χαράν και αίσθημα ασφαλείας, παρά τις φοβερές κακοπάθειές των, μέσα στα χιόνια και μέσα στις οδύνες των κρυοπαγημάτων και άλλων στερήσεων, κάτι που και σήμερα ακόμη διηγούνται στους νεωτέρους, ως κάτι υπερφυσικόν…».

+ Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Αθωνικά Άνθη τ. 9ος

 

3. […] Πέρα μακρυά προς το μέρος των εχθρικών γραμμών, ένα σύννεφο έλαμπε ζωηρά και παράδοξα, με ασυνήθη διαφάνειαν ως είδος φωτεινού μετεώρου.

Το φως ολοένα εδυνάμωνε, και όταν πλέον είχε προκληθή πολυάνθρωπος σνγκέντρωσις στρατιωτών μας, όλοι ανέκραξαν με μίαν φωνήν:

– “Παιδιά, για κοιτάξτε:

– Η Παναγία δεν είν αυτή;”. Το νέφος είχε προσλάβει καθαρότατα εις το σχήμα του την εικόνα γυναικείας μορφής με το πέπλον της παρθενίας περί την κεφαλήν και τον ακτινωτόν φωτοστέφανον της αγιωσύνης!

Η έκφρασις του εικονίσματος ήτο λίαν εναργής και κατέβαινε ολοταχώς από τον ορίζοντα προς μίαν πλαγιάν του βουνού όπου και διετηρήθη επί 10 όλα λεπτά.

Ένας ηρωικός πυροβολάρχης, νικητής είκοσι μαχών, συνέλαβε τότε την ιδέαν, ότι εκεί θα ήτο κρυμμένο το εχθρικόν πυροβολικόν και η Παναγία μας το έδειχνε.

Το πυρ ήρχισε ακατάσχετον προς το σημείον εκείνο και έκτοτε πράγματι το εχθρικόν πυροβολικόν δεν ηκούσθη ούτε μίαν φοράν…».

Ν. Καπιτσόγλου, Κάπου στο μέτωπο, Εφ. «Η Βραδυνή», 4/3/1941.

 

4. «… Η κρίσιμη ήμερα είχε πια ζυγώσει για έναν αγώνα μέχρι θανάτου. Ο εχθρός δεν έπρεπε να περάσει δώθε από την τοποθεσία Καλπάκι-Ασονίσα-Γκραμπάλα πάση θυσία. Την ίδια νύχτα και με συνεχή βροχή, ο παππάς της μονάδας μας, γεροδεμένος, ψηλός, μέχρι εκεί πάνω και με γένια πυκνά που ανέμιζαν, μας επισκέφθηκε τείνοντας τον σταυρό και λέγοντας «φίλα χέρι, φίλα σταυρό» δυνάμωσε την πίστη μας προς τον Θεό και την αγάπη μας για την πατρίδα.

… Στο μέτωπο, σ’ όλη την γραμμή, από την γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να έχει παντού το ίδιο όραμα: έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψιλόλιγνη, ελαφροπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και την δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η Παναγία η Θεοτόκος, η Υπέρμαχος Στρατηγός.

Πρόδρομος Φ. Κερτεμελίδης, Αντιστράτηγος ε.α, Στη δίνη του πολέμου, Εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1995.

5. «…Και το καταπληκτικώτερο όλων: Ιταλοί αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν στον παραλιακό τομέα του Μετώπου, δηλαδή στη Χειμάρρα, διακόσια χιλιόμετρα μακρυά από το Πόγραδετς, κατέθεσαν και αυτοί ανακρινόμενοι για μια μαυροφόρα, που οδηγάει στη μάχη τα κλιμάκια εφόδου.

Και μόλις βλέπουν οι Ιταλοί τη μαγική, τη θαυματουργή αυτή οπτασία, εγκαταλείπουν τα πάντα και τρέπονται πανικόβλητοι εις φυγήν.

Το επεισόδιον αυτό της Χειμάρρας, σημειωτέον, δεν το αφηγούνται απλοί φαντάροι.

Το ανέφερεν επισήμως ο λοχαγός του Πυροβολικού κ. Μ…, άνθρωπος δηλαδή επιστήμων, μορφωμένος, ανωτέρας διανοητικότητος.

Δεν είναι λοιπόν θρύλος. Είναι γεγονός αποδεδειγμένον. Η Παναγία της Τήνου, η Μεγαλόχαρη, είναι η Οδηγήτρια του στρατού μας στα βουνά της Αλβανίας. Είναι, λοιπόν, δυνατόν να υπάρξη και η παραμικρή αμφιβολία για τη νίκη, για το θρίαμβο και τη δόξα των Ελληνικών οπλών;…

Ν. Σύριος, Η Παναγία οδηγήτρια του στρατού μας εις τας μάχας, Εφ. «Νέα Ελλάς», 26/1/1941.