Θεολογία και Ζωή

Ο άνθρωπος και ο χωρόχρονος

2 Ιανουαρίου 2010

Ο άνθρωπος και ο χωρόχρονος

  Ήρθε ο Θεός Δημιουργός στον χωρόχρονο, σ’ αυτό το ωραίο Σύμπαν ή τα Σύμπαντα, που ο Ίδιος εδημιούργησε. Το μνημονεύουμε κάθε βράδυ στον 103ο Ψαλμό του Εσπερινού: «ανοίξαντός Σου την χείρα, τα Σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητας…». Ο πατήρ Ιουστίνος (Popovic) είχε την συνήθεια να λέει «οι κόσμοι του Θεού» σε πληθυντικό, αλλά υπάρχει και η βιβλική και εκκλησιαστική έκφραση, οι αιώνες: «και εις τους αιώνας των αιώνων» σε πληθυντικό, που φανερώνουν πολλούς κόσμους και αιώνες του Θεού. Όλους αυτούς εδημιούργησε ο Θεός δια του Λόγου και Υιού Του  ο οποίος, ως Δημιουργός Θεός, ήλθε και «ενεχωροχρονήθη». Και, από τότε, είναι μεγάλη η χαρά μας, χαρά να ζούμε το λογικό του κόσμου, το έλλογο του κόσμου, όπως πολλές φορές ανέφερε και διαπίστωσε ο Αϊνστάιν, αλλά ακόμη πιο μεγάλη χαρά είναι για μας ότι στον κόσμο και στον χρόνο μας ήλθε και εσαρκώθη ο Θεός Λόγος και σταυρώθηκε και αναστήθηκε.

Λοιπόν, πίσω από αυτό το έλλογο του κόσμου, την λογικότητά του, βρίσκεται ο προσωπικός Λόγος του Θεού, ο Θεός ως πρόσωπο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι κατ’ εικόνα του Λόγου του Θεού, του Χριστού. ‘Ο άνθρωπος υπάρχει και ζει μέσα στον χώρο και στον χρόνο και είναι υπαρκτικά συνδεδεμένος με τον χωρόχρονο. Έχει, όμως, ο άνθρωπος και τον εσωτερικό χρόνο να παλεύει, και εκτός και εντός του, μια ουσιαστική πάλη· αγωνίζεται έναν χωροχρονικό αγώνα. Η ζωή είναι μια πάλη, ένας αγώνας, μια άσκηση με την πρωταρχική έννοια του όρου (που εμείς οι Σλάβοι το λέμε «podvig». δηλαδή μια προσπάθεια και αγώνας για να προχωρούμε πιο πέρα και πιο πάνω). Πολύ ωραία ο πατήρ Φλορόφσκυ περιέγραψε αυτήν την άσκηση-podvig ως ενέργεια αθλητική, ψυχοσωματική και, κυρίως, θεληματική και ελεύθερη, ως πρόοδο προς τα εμπρός, αλλά και προς τα επάνω, δηλαδή αύξηση του άνθρωπου.

Και η επιστήμη, κατ’ εμέ, είναι μια άσκηση, ένα «podvig», ένας αγώνας για να γεμίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, να παλέψει με τον χώρο και τον χρόνο και μέσα του και γύρω του, να τον γνωρίσει, να τον δαμάσει, να τον γεμίσει με νόημα, αλλά και αγώνας να μην είναι δέσμιος του χώρου και του χρόνου. Είναι παράδοξο, αλλά και ο χώρος και ο χρόνος στον οποίο μας έχει θέσει και δέσει ο Θεός είναι περιορισμοί και τρόπον τινά δεσμά. Τώρα, δεν ξέρουμε ακριβώς πως ήταν στην αρχή του κόσμου, προτού να μας δέσει η αναγκαιότητα της φύσεως του χωρόχρονου και να το εκμεταλλευτεί ο διάβολος στον υλικό χωρόχρονο, όπως θα έλεγε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Δηλαδή, ο διάβολος να χρησιμοποιεί την φύση, τον χώρο και τον χρόνο και μέσω αυτών να μας πολεμάει με τα πάθη και τις αμαρτίες, «πολέμους συμπλέκων μέσω αυτών», όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος .

Είναι γεγονός ότι, αν και είμαστε δέσμιοι του χώρου και του χρόνου, την ίδια στιγμή, ο χώρος και ο χρόνος είναι συνθήκες ζωής, χώροι ζωής δοσμένοι από τον Θεό. Ο χώρος και ο χρόνος είναι το ενιαίο υπαρκτικό και γνωστικό context μας, το οποίο προσπαθούμε να υπερβούμε υπαρξιακά και γνωσιολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αποκάλυψη του Θεού μιλάει ταυτόχρονα για την κτίση και του χώρου και του χρόνου. Αυτό που ο Αϊνστάιν διετύπωσε με την θεωρία της σχετικότητας είναι ήδη διατυπωμένο από τον Άγιο Βασίλειο. Στην ερμηνεία του στην Εξαήμερο, ο Άγιος Βασίλειος σημειώνει με σαφήνεια ότι μαζί με τον κόσμο, δηλαδή με τον χώρο, με την ύλη, δημιουργήθηκε και ο χρόνος. (Και αυτό είναι η έμφυτη κίνηση στην κτίση, στην δημιουργία, κατά τον Άγιο Μάξιμο.)

Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη ενιαία, ψυχοσωματικός οργανισμός προικισμένος να οργανώνει τον χωρόχρονο, αλλά και να οργώνει μέσα του την γη της υπάρξεώς του, που βρίσκεται στη διάθεση του, δηλαδή να καλλιεργεί την ύπαρξη και έτσι να τρώει το ψωμί του. Την εντολή του Θεού στον άνθρωπο να εργάζεται την γη «εν ιδρώτι του προσώπου του», ο Άγιος Μάξιμος την ερμηνεύει ως εργασία κάτω από τον ζυγό του χώρου και του χρόνου, και έτσι να τρώει τον άρτο της θεολογίας (= της θεογνωσίας).

Είναι ζυγός ο χωρόχρονος και θέλει ο άνθρωπος να ξεφύγει από αυτόν, αλλά και αγαπάει και αγκαλιάζει και τον χώρο και τον χρόνο, ενώ θέλει και να τον υπερβεί. Και τον υπερβαίνει ακόμη και σε αυτή τη ζωή, ιδίως όταν βρεθεί σε ακραίες, οριακές καταστάσεις, σε μεγάλη θλίψη, σε μεγάλο πόνο, σε μεγάλη χαρά, σε κάποια έξαρση, διότι έχει κάποια έμφυτη τάση να βγει από τα «δεσμά» αυτά. Λυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για κάτι μεγαλύτερο από τον κόσμο του χωροχρόνου.

Οι άγιοι της Εκκλησίας μας μαρτυρούν ότι, όταν ο άνθρωπος συναντιέται με τον Θεό, όταν ενώνεται με τον Θεό, όταν γεύεται την χάρη του Θεού, παρουσία θείας δυνάμεως, «πνευματικής ισχύος» που λέει ο Άγιος Μάξιμος-πνευματικής δύναμης του Αγίου Πνεύματος-, όταν μεταγγίζεται με κάτι θείο, με κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απλώς σύνοψη των δικών του ψυχοφυσικών δυνάμεων, τότε νιώθει ότι ο Ζων Θεός είναι και εντός και πέραν του χωρόχρονου. Νιώθει, επίσης, ότι δεν κατάγεται ούτε παράγεται από τον χώρο και το χρόνο, δηλαδή δεν μπορεί να προέλθει ένας άνθρωπος ακόμη κι αν συνοψίσει κανείς όλη την φύση ή όλο το Σύμπαν, όλο τον χωρόχρονο· από αυτά και μόνον δεν βγαίνει ο άνθρωπος ως πρόσωπο. Ούτε μπορεί να πει κανείς ότι από μια ενδοκοσμική εξίσωση προκύπτει ο άνθρωπος και ο χώρος και ο χρόνος του.

Δεν ξέρω πως και που θα προχωρήσουν οι επιστήμες και τι θα βγάλουν ακόμη, αλλά η πείρα μου ως ανθρώπου και η πείρα των ανθρώπων μέχρι τώρα είναι ότι δεν προέρχεται ο άνθρωπος από την φύση και μόνον. Βλασταίνει και από την φύση των ζώντων γονέων, αλλά και από αλλού, όχι άσχετα προς την φύση, διότι είναι συνδεδεμένος και σαρκωμένος στον χώρο και στον χρόνο με την όλη κτίση που είναι σάρκα μας, είναι ζωή μας. Είναι το είναι μας, η ύπαρξή μας, χρονική και χωρική. Όμως ο άνθρωπος είναι σαν βέλος («βέλος πόθου και αγάπης», λένε οι Πατέρες), που θέλει να ξεφύγει, να υπερβεί τον χωρόχρονο, για να φτάσει πέραν και υπεράνω. Αυτή η θεόσδοτη τάση, ο δυναμισμός να υπερβαίνουμε τη φύση και να μην μένουμε δέσμιοι δικοί της, είναι η εικόνα του Θεού μέσα μας. Όχι βέβαια να απαλλαγούμε από τη φύση, από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά, χωρίς να εγκλωβιστούμε σ’ αυτά, να τα ανυψώσουμε, και να τα μεταμορφώσουμε, και να τα σώσουμε. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι και η φύση μου και η ψυχή μου και το σώμα μου περιμένουν να τα λυτρώσω εγώ κι όχι να με λυτρώσουν αυτά.

…Με τον Χριστό, ο χώρος και ο χρόνος σαν να ελίσσονται, δεν καταργούνται· θα έλεγα ότι απλώς αίρονται ή, καλύτερα, αλλάσσουν, μεταμορφώνονται. Υπάρχουν καταγεγραμμένες εμπειρίες αγίων-όπως του Αποστόλου Παύλου, του Αγίου Βενεδίκτου, του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, ο όποιος την περιγράφει χωρίς να λέει ότι συνέβη στον ίδιο, του Αγίου Συμεών του Νέου θεολόγου- οι οποίοι πολύ συνεσταλμένα και συνοπτικά περιγράφουν ότι, όταν τους εμφανίζεται ό Θεός, όταν έχουν ζήσει την παρουσία του Θεού, όταν έχουν ζωντανή συνάντηση με τον Χριστό, δεν υπάρχει ο χώρος και ο χρόνος μεταξύ αυτών και του Θεού. Η σχέση και η κοινωνία μεταξύ ζώντος Θεού και ζώντος ανθρώπου είναι άμεση, δεν μεσολαβεί ο χώρος και ο χρόνος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει δημιουργηθεί ο άνθρωπος για τον χώρο και τον χρόνο. Αυτά, ως διαστάσεις και σκέψεις, είναι μάλλον μέσα του, για να μπορέσει να μπει και ο χώρος και ο χρόνος δια του ανθρώπου και με τον άνθρωπο στην αιωνιότητα. Εμείς, ως ζωντανά πρόσωπα και εικόνες του Θεού, καλούμεθα να υπερβούμε και τον χώρο και τον χρόνο, ώστε να μεταμορφωθούν, να θεωθούν μέσα μας εν Χριστώ. Αυτό σημαίνει ότι στην Ανάσταση του Χριστού, και στην δική μας κοινή ανάσταση, θα αναστηθούν και ο χώρος και ο χρόνος ως «ουρανός καινός και γη καινή» Διότι, κατά τους αγίους, «καινοτομούνται αι φύσεις», όταν «ο Θεός άνθρωπος γίνεται» και «ο άνθρωπος Θεός κατά χάριν». Και αυτό είναι η εν Χριστώ ανάσταση των πάντων και η θέωση. Και, όπως λέει ο Άγιος Μάξιμος, στην εσχατολογική Πεντηκοστή, η οποία είναι πλήρωμα και τέλος, δηλαδή τελείωση των πάντων, άρα και του χρόνου και του χώρου, όλα αυτά, ως φυσικοί περιορισμοί, θα παρέλθουν και ο άνθρωπος θα απελευθερωθεί από αυτά τα δεσμά και, εν Χριστώ αναστάντι και εν Αγίω Πνεύματι, θα τα έχει υπερβεί με την «αεικίνητο στάση» και την «στάσιμο αεικινησία».

…Ο διάβολος, το κακό, η αμαρτία, ο θάνατος με την συμμετοχή της ανθρωπίνης θελήσεως, μας εγκλωβίζουν στον χώρο και τον χρόνο. Και μη νομίζουμε ότι ο κόσμος αυτός, όπως είναι τώρα, δεν φέρει τις επιπτώσεις της πτώσεως του ανθρώπου. Η πείρα, π.χ., του Αποστόλου Παύλου και του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου δείχνει ότι ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος, αν ο Θεός δεν επέτρεπε να πέσουν επάνω του όλες οι συνέπειες της πτώσεως του ανθρώπου, ο οποίος χάλασε τις σχέσεις του με τον Θεό. Αλλά ο Θεός υπέταξε και την κτίση στην φθορά και βλέπουμε όλη την ώρα την φθορά, και στη φύση και σε μας. Νομίζω, οι γιατροί το ξέρουν, ότι από την γέννηση ήδη αρχίζει η φθορά μέσα μας. Αλλά ταυτόχρονα περιμένουμε να επανασυνδεθούμε με τον Θεό, και ο Θεός περιμένει να αναδειχθούν οι υιοί του Θεού  για να πάρουν και όλα τα δημιουργήματα ζωή, γιατί και αυτά είναι δημιουργημένα για την ζωή και την αφθαρσία.

Έτσι, ρεαλιστικά, τοποθετούμαι ως Ορθόδοξος χριστιανός, ως άνθρωπος, ως επίσκοπος: Να ζω στον χρόνο και στον χώρο, υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, αλλά και χωρίς να παραδέχομαι τον χώρο και τον χρόνο ως την τελική πατρίδα μου, ως τον οίκο μου. Είμαι στον οίκο του Πατέρα μου, αλλά θέλω πρωτίστως τον Πατέρα και όχι τον οίκο του και τα πλούτη του μόνον. Ξοδεύω τα υπάρχοντά μου, και έχω δικαίωμα να τα ξοδέψω, αλλά, πολλές φορές, ξοδεύω και τον εαυτό μου και αλλοτριώνομαι. Όταν συνέρχομαι, «εις εαυτόν ελθών ο άσωτος υιός» -και ποιός δεν είναι από μας· λίγο πολύ αύτη είναι η ιστορία όλων μας- και είμαι εγώ, τότε βλέπω ότι ο πατέρας ήδη έρχεται να με συναντήσει. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και σε εκείνα που ξόδευα ο Θεός ήταν παρών με τις ενέργειές Του, με τους νόμους Του, με την πρόνοια και αγάπη Του. Έτσι και ο κόσμος, ο χώρος και ο χρόνος, είναι έργο της αγάπης Του, αλλά δεν πρέπει να υποκαταστήσουν αυτά την αγάπη Του. Γι’ αυτό φοβάμαι ότι η επιστήμη συχνά ξεχνάει τον άνθρωπο και μεταβαίνοντας στο Σύμπαν, στην μικροφυσική ή την μακροφυσική, μεταβαίνοντας στους νόμους, στην ύλη, στην ενέργεια και δεν ξέρω σε τι ακόμη, τότε ο άνθρωπος αδικείται και εύκολα απανθρωπίζεται.

…. Επειδή αυτός που αρνιέται τον Θεό κάνει επίσης έναν αγώνα. Μπορώ, μάλιστα, να πω πως και ο ίδιος αδικείται, και τον Θεό αδικεί. Είναι πάρα πολύ δυνατή η ελευθερία του ανθρώπου, δυνατή και οπλισμένη με δύναμη να αρνείται και τον Θεό. Αλλά, αν το κοιτάξει κανείς από μέσα, τον εαυτό του βασικά ζημιώνει ο άνθρωπος, τον εαυτό του οδηγεί στη σκλαβιά, και είναι η χειρότερη σκλαβιά που μπορεί να γνωρίσουμε. Με τον Θεό, όμως, απελευθερωνόμαστε, με τον Ζώντα και Αληθινό Θεό, τον Θεό που φανερώθηκε και σαρκώθηκε, που εισήλθε στην ιστορία, στον χωρόχρονό μας και στην σάρκα και στην ψυχή μας.

 (Αθανασίου Γιέφτιτς, πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης. «ΧΡΙΣΤΟΣ – Η Χώρα των Ζώντων». Εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007).