Θεολογία και Ζωή

Με άλλα λόγια, ο Θεός δεν έχει χάσει…το παιχνίδι.

10 Μαρτίου 2010

Με άλλα λόγια, ο Θεός δεν έχει χάσει…το παιχνίδι.

Δες τις αλήθειες του Χριστιανισμού με νέο μάτι !

Με τον τίτλο αυτό του κειμένου μας δεν εννοούμε μια προσπάθεια που θα είχε ως σκοπό ένα πλησίασμα του χριστιανισμού από την πλευρά της σύγχρονης ανθρώπινης σκέψης, όσο μια προσπάθεια να βοηθήσουμε τον σύγχρονο άνθρωπο να ξαναδεί τις αιώνιες αλήθειες του χριστιανισμού με νέο μάτι, δηλαδή μέσα από κατηγορήματα σκέψεως και μέσα από παραστάσεις της σημερινής ζωής. Με τον τρόπο αυτό ο χριστιανισμός του γίνεται κατανοητός και στη συνέχεια μπορεί να του γίνει προσφιλής.

 1.  Ο Τριαδικός Θεός

 Ο χριστιανισμός κάνοντας λόγο για το Θεό, λέει ότι είναι τριαδικός. Πώς μπορούμε να το εννοήσουμε αυτό;

Ας ξεκινήσουμε με μια υπόθεση εργασίας, δηλαδή ότι η Αγία Τριάδα υπάρχει. Είναι φανερό, ότι το να θέλουμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός της Τριάδας είναι ακατόρθωτο, καθώς ξεπερνά κάθε ανθρώπινη δυνατότητα. Μα και αυτή η λέξη «τριάδα», είναι αμφίβολο αν εννοιολογεί σωστά την τριαδικότητα του Θεού, εφόσον η έννοια «τριάδα» είναι κατηγόρημα του περατού κόσμου μας. Μια απλή απόδειξη τούτου, είναι το γεγονός ότι η θεολογία μας θεώρησε αναγκαίο να προσθέσει στη λέξη «τριάδα» το «αγία», για να δείξει στους ανθρώπους ότι η τριαδικότητα του Θεού είναι μια αλήθεια που ξεπερνά την ανθρώπινη πραγματικότητα, Το ίδιο πάλι συμβαίνει, όταν κάνουμε λόγο για Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα.

Αν, λοιπόν, τώρα θελήσουμε μέσα από τα δικά μας ανθρώπινα μέτρα να κάνουμε λόγο για την Αγία Τριάδα, μπορούμε να πούμε τα εξής: Η Αγία Γραφή μας λέει ότι ο Θεός είναι αγάπη. Από αυτή την ίδια επίσης την αγάπη ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Από την ίδια πάλι αγάπη ενανθρώπησε. Η αγάπη, όμως, είναι μια κίνηση του ενός για τον άλλο, που οδηγεί σε ένωση. Με άλλα λόγια σε κοινωνία. Αλλά για να γίνει μια κοινωνία χρειάζονται πρόσωπα. Αν, λοιπόν, ο Θεός είναι αγάπη, οφείλουμε, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα μας, να πούμε ότι πρέπει να αποτελείται από πρόσωπα.

Είναι πολύ φτωχή η συλλογιστική μας, ωστόσο μας βοηθάει να συλλάβουμε μια εικόνα του Θεού, που δεν εξαντλείται σ’ ένα απρόσιτο μοναδικό ον, τόσο ξένο από μας, αλλά σ’ ένα ον που ταιριάζει περισσότερο στα μέτρα μας, εφόσον αποτελεί μια κοινωνία γεμάτη κίνηση και ζωή.

Ταυτόχρονα όμως λέμε ότι η Αγία Τριάδα είναι ένας Θεός. Και το γεγονός αυτό είναι δυσπρόσιτο μυστήριο. Μπορεί όμως κανείς να το προσεγγίσει με οδηγό την ίδια τη ζωή του Θεού, δηλαδή την αγάπη. Αφού η αγάπη οδηγεί στην ένωση, τότε η τέλεια αγάπη των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας θα οδηγεί σε μια τέλεια κοινωνία, δηλαδή σε μια τέλεια ένωση, που δεν είναι άλλη παρά ο ένας Θεός.

Έτσι, η Αγία Τριάδα είναι ταυτόχρονα τρία πρόσωπα και ένας Θεός. Και αυτό επιτυγχάνεται με την αγάπη, που είναι η ζωή της Αγίας Τριάδας. Πράγματι η αγάπη των τριών προσώπων τα κάνει ένα, γι’ αυτό είναι τρία και ταυτόχρονα ένα. Συμπίπτουν δε ταυτόχρονα και οι δυο τρόποι υπάρξεως: τρία και ένα, ένα και τρία, γιατί αν για μια στιγμή υποθέσουμε ότι είναι μόνο τρία αλλά όχι και ένα, σημαίνει ότι για τη στιγμή εκείνη έχει πάψει να λειτουργεί η αγάπη και η ενοποιός δύναμη της. Αν πάλι υποθέσουμε ότι για μια στιγμή είναι μόνο ένα αλλά όχι τρία, αυτό σημαίνει, ότι έπαψε και πάλι να λειτουργεί η αγάπη, γιατί τη στιγμή εκείνη το ένα δεν αποτελείται από πρόσωπα, δηλαδή είναι στερημένο από αγάπη, καθώς βάση της αγάπης είναι το πρόσωπο.

 2. Το Κακό

 Πολλοί φιλοσόφησαν πάνω στην έννοια του κακού και πολλοί το όρισαν σαν μια στέρηση του αγαθού, δηλαδή ως το «μη ον». Προσωπικά θα έλεγα ότι το κακό είναι αληθινά «μη ον», όχι σαν στέρηση αλλά σαν αφαιρετικό κατασκεύασμα του νου, δηλαδή σαν φιλοσοφικό κατηγόρημα, άσχετο από κάθε μορφή αληθινής υπάρξεως. Ο κίνδυνος να εργαζόμαστε με νοητικά κατασκευάσματα, που είναι προϊόντα μιας αφαιρετικής διαδικασίας του νου, όπως με τα κατηγορήματα κακό ή καλό, είναι μεγάλος, γιατί δεν εκφράζουν την αληθινή ύπαρξη του κόσμου. Ενώ στον ανθρώπινο λόγο υπάρχει αντιδιαμετρική αντίθεση μεταξύ καλού και κακού, στον πραγματικό κόσμο δεν υπάρχει. Απέναντι στο Θεό, ως εκπροσώπου του καλού, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί αντιδιαμετρικά αντίθετο, γιατί αλλιώς θα είχαμε δυαρχία.

Μετά το ξεκαθάρισμα αυτό οι σκέψεις μας πάνω στο κακό θα ακολουθήσουν το δρόμο που ξεκινά από έναν υπαρκτό κόσμο και από έναν κόσμο κατά «το νοούμενο», δηλαδή προϊόν μιας λογικής αφαιρέσεως. Έτσι, το κακό είναι στέρηση του αγαθού, εφόσον κάτω από το αγαθό εννοούμε το Θεό της αγάπης. Αλλά και εδώ όταν λέμε στέρηση δεν εννοούμε έλλειψη, ανυπαρξία, κενό, αλλά μια ύπαρξη που δρα σε φορά αντίθετη από την αγάπη. Εφόσον, λοιπόν, αγάπη είναι κίνηση για ένωση, για κοινωνία, το κακό είναι μια αντίστροφη κίνηση από την αγάπη, που δεν οδηγεί στην ένωση, αλλά σε ψευδοένωση με τον εαυτό του, δηλαδή τη μόνωση. Είναι δηλαδή η χαρακτηριστική εκδήλωση του εγωισμού.

Αλλά και πάλι πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι το κακό όχι μόνο δεν είναι έλλειψη και κενό, όπως σημειώσαμε, αλλά ούτε, όπως παραπάνω είπαμε, μια κατεύθυνση αντίθετη από την αγάπη, εφόσον, κάτω από το επίθετο «αντίθετη», εννοούμε μια αντίθεση αντιδιαμετρική, δηλαδή μια αντίθεση ισοδύναμη προς τη θέση. Αν ήταν έτσι, τότε το κακό δεν θα πετύχαινε ούτε και αυτή την ψευδοένωσή του, την αυτοταύτισή του, αλλά θα διαλυόταν, θα γινόταν ανύπαρκτο. Η ύπαρξη όμως του κακού μαρτυρεί ότι μέσα του διατηρεί ένα στοιχείο αγάπης, έστω και διάστροφο, που του δίνει τη δυνατότητα να συνδέεται με τον εαυτό του.

Αφού το κακό είναι μια άρνηση του καλού, πάει να πει ότι η ύπαρξή του προσδιορίζεται από το καλό. Δηλαδή στο βάθος των πραγμάτων κυριαρχεί το καλό. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Όταν ο άνθρωπος θέλει να ζημιώσει κάποιον άλλο ή έστω να κερδίσει κάτι από έναν άλλο, είτε αυτό γίνεται σε μια απλή συναλλαγή είτε γίνεται στο εμπόριο είτε γίνεται στην πολιτική, και εφόσον δεν κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας, προσπαθεί να παρουσιάσει την απαίτησή του με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι επιδιώκει τάχα το καλό του άλλου. Επίσης πόσοι και πόσοι άνθρωποι, όταν κάνουν μια κακή πράξη, δεν προσπαθούν να βρουν μέσα τους μια δικαιολογία για να νομιμοποιήσουν την πράξη τους αυτή στην ίδια τους τη συνείδηση! Αλλά και όταν ακόμη ο άνθρωπος κάνει συνειδητά μια κακή πράξη, την κάνει γιατί νομίζει ότι τον συμφέρει. Δηλαδή την κάνει για το, κατά τη γνώμη του, καλό του. Με άλλα λόγια το κριτήριο της πράξεώς του είναι το καλό. Βέβαια το καλό αυτό είναι στην ουσία του πολύ πρωτόγονο. Δεν παύει όμως να αποτελεί τη βάση και το ελατήριο της συμπεριφοράς του άνθρωπου.

Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα, ότι τον τελευταίο λόγο στα ανθρώπινα πράγματα έχει το καλό. Με άλλα λόγια, ότι ο Θεός δεν έχει χάσει το παιχνίδι, αλλά αντίθετα θα είναι εκείνος που θα επικρατήσει τελικά στη συναλλαγή των διαφόρων δυνάμεων της παγκόσμιας ιστορίας.

 ( Ηλίας Βουλγαράκης, Ποιος αγαπάει αληθινά, Εκδ. Μαΐστρος)