Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Το ξενύχτι

27 Μαρτίου 2010

Το ξενύχτι

( Μικρασιάτισσες στη Γαστούνη Ηλείας, κάποια Μεγάλη Σαρακοστή, τη δεκαετία του 1950.

Πώς χάθηκε αυτός ο πολιτισμός ; )

Ο απόηχος της Τυρινής με τα ξεφαντώματα της Καθαρής Δευτέρας απομακρύνεται σιγά -σιγά. Τα στόρια της σοβαρότητας και περισυλλογής ανοίγουν και ο ανηφορικός δρόμος του πνευματικού αγώνα αχνοφωτίζεται. « Το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε…».

Η «νενέ», μπροστάρισσα στους αγώνες της ζωής , παίρνει να χτυπά τις πόρτες της γειτονιάς.

Βασιλεία, λέω την Τετάρτη ν’ αρχίσουμε τα « ξενύχτια» απ’ το δικό σου σπίτι. Έχεις καμμιά δυσκολία ;

Μα τι λες , θεία. Με χαρά μου να τα ετοιμάσω όλα.

Έτσι αρχίζει μια πνευματική μα και κοινωνική άσκηση που θα κρατήσει όλη τη Σαρακοστή. Μια φορά την εβδομάδα, κάθε νοικοκυρά της γειτονιάς θα έχει τη χαρά να φιλοξενήσει για μια νύχτα όλες τις γειτόνισσες σε μια ατμόσφαιρα πνευματικής επικοινωνίας και βιώματος της ξεχασμένης από πολλούς μοναδικής σημασίας της Σαρακοστής.

Ο πυρετός της προετοιμασίας αρχίζει απ’ το πρωί. Το σπίτι ξεσηκώνεται Καθαρίζεται προσεκτικά και στρώνονται τα καθαρά στρωσίδια, γιατί οι γυναίκες ξεκουράζονται κατάχαμα πάνω στα μαλακά μιντέρια.

Σε μια θέση, κατά την ανατολή, θα μπει, σκεπασμένο μ’ άσπρο κεντητό τραπεζομάντηλο, το τραπέζι, που θ’ ακουμπήσουν τα εικονίσματα, το καντήλι, το θυμιατήρι και τα ιερά βιβλία. ( « Συνέκδημος», «Βίοι Αγίων» ), που θα χρησιμοποιηθούν για το «ξενύχτι».

Στην κουζίνα οι ετοιμασίες είναι διαφορετικές : Φρεσκοπλυμένα φλυτζάνια για τον καφέ, το φασκόμηλο, ( ανακατεμένο με τσάι του βουνού). Τα πιατάκια και τα κουταλάκια σκεπάζονται με καθαρές πετσέτες για να είναι έτοιμα στην ώρα τους.

Η γιαγιά Μαρία έχει το σοβαρότερο ρόλο. Πρέπει να καβουρντίσει τον καφέ για να είναι φρέσκος. Φροντίζει και για το ρεβύθι και τα στραγάλια για να περνά η ώρα. Το σπιτικό καβουρντιστήρι , ένα κομμάτι από φαρδιά σωλήνα στερεωμένη με τέχνη πάνω σε μια σιδερένια σούβλα με γυριστή λαβή, για να πιάνεται και να γυρίζει εύκολα πάνω στη φωτιά, έχει πολλή δουλειά να κάνει. Η σοβαρή γιαγιά Μαρία δεν δέχεται καμμιά αμφισβήτηση για την ικανότητά της. Ξέρει πότε θα ανοίξει το πορτάκι στο καβουρντιστήρι για να αδειάσει τους φρεσκοψημένους κόκκους. Τα κορίτσια θα τους πάρουν και με τη σειρά τους θα τους αλέσουν στο χειροκίνητο καλογυαλισμένο μπρούτζινο μύλο . Η γιαγιά Μαρία θα συνεχίσει με το σουσάμι και τα ρεβύθια. Όταν τελειώνει , το σπίτι όλο μοσκοβολάει αρώματα γνήσιας απόλαυσης.

Το απογευματάκι στην πόρτα θα κάνει την εμφάνισή της η νενέ.

Πως πάμε, Μαρία ; Είναι όλα έτοιμα ;

Έτοιμα, κυρά Χρυσάνθη. Δοκίμασε λίγο σουσάμι. Μόλις έρριξα τη ζάχαρη. Μα και τα στραγάλια μου γίνανε αφρός.

Η νενέ κάθεται για λίγο στο σανιδένιο μισοπάτωμα και το βλέμμα της πλανιέται μακρυά. Ποιος ξέρει σε ποια ακριβά μιντέρια. Το χέρι της κάποια στιγμή σηκώνεται ανεπαίσθητα, για να πιάσει θαρρείς το κρυστάλλινο ποτήρι με τη δροσερή σουμάδα, και μένει μετέωρο.

Ε κυρά Χρυσάνθη, τι έπαθες ; ακούγεται η φωνή της γιαγιάς.

Τίποτα , Μαρία μου, τίποτα. Να., σκεφτόμουνα, ο Θεός καλός, όλα καλά.

Όλα καλά, μουρμουρίζει και η γιαγιά Μαρία, που κατάλαβε πολύ καλά τη σκέψη της. Όλα καλά.

Με τούτα και με κείνα, η ημέρα πέρασε, ο ήλιος ,κυνηγημένος θαρρείς, από κάποια μολυβένια σύννεφα βιάζεται να βουτήξει στον ορίζοντα. Δεν έχει καμμιά διάθεση να αντικρούσει την πολεμική μανία των βιαστικών αντιπάλων του στην κατοχή του ορίζοντα.

Αύριο τα λέμε, μουρμουρίζει και σκίζει , με μια βουτιά της πορφυρένιας σφαίρας του, την καρδιά του μαύρου κατακτητή του ορίζοντα.

Τώρα όλα είναι ήρεμα. Η νύχτα ξανοίγει τα πέπλα της και σκεπάζει τις χαρές και λύπες , τα τραγούδια και τους στεναγμούς , τους πόνους της γέννας και το κλάμμα του νεογέννητου. Το μόνο που ακούγεται τώρα είναι τα αργά βήματα των γυναικών που κατευθύνονται προς το σπίτι, που θα γίνει το ξενύχτι.

Μια μια οι γειτόνισσες και μερικά παιδιά , που δείχνουν να τους αρέσει τούτη η διαδικασία, φτάνουν στο σπίτι. Μερικές απλές καθημερινές κουβέντες , κανένα αγαθό πείραγμα στον νοικοκύρη, που θ’ αναγκαστεί να περάσει το βράδυ του στο στενό μιντέρι της κουζίνας, και ο καθένας παίρνει μια θέση στο κεντρικό δωμάτιο.

Η θεία Αγγέλα με τις δυο κόρες της, η κυρία Αντιγόνη, η Σοφία η Βαρδαξύδαινα, η κυρά Χρύσα η Βαφειάδαινα , η θεία Φώτα , η κυρά Γιαρμού, η κυρά Γιωργία, η θεία Μαριάνθη, η γιαγιά Ζαφείρω, η θεία Σούλα, η κυρά Αλισάβα ( Ελισάβετ) παρέα με την κυρά Δέσποινα , η Σοφία η Βασιλαγάδαινα, έτοιμη για το δικό της ρόλο. Αυτή θα διαβάσει τα πιο πολλά, και, μαζί με τη νενέ, και μας τα μικρά , θα ψάλλει τις Παρακλήσεις.

Σχεδόν τελευταία , με τα αργά βήματά της, σοβαρή, πάντα θαρρείς προβληματισμένη ,κρατώντας στον κόρφο της κάτι πολύτιμο γι’ αυτήν, φθάνει η νόνα Ροδάμια. Καλησπερίζει και πάει κατευθείαν στο τραπέζι. Ανοίγει προσεκτικά την ολόλευκη κολλαρισμένη πετσέτα με τους πλεχτούς λουλουδένιους κύκλους και με περισσή ευλάβεια ακουμπά στη μέση του τραπεζιού το πολύτιμο φορτίο της.

Καλή Σαρακοστή, γυναίκες , κι ο Άγιος βοήθεια, εύχεται.

Αμήν, συμπληρώνουν όλες μαζί, σηκωμένες ήδη από τη στιγμή που μπήκε ο « Άγιος», κάνοντας τον σταυρό τους.

Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση, αφού σε άλλο κομμάτι των « αναμνήσεων» , θ’ αναφερθώ εκτενέστερα σ’ αυτό.

Αυτό το πολύτιμο, που κουβαλούσε η νόνα ήταν ένα εικόνισμα του αγίου Νικολάου, που διωγμένη από την αλησμόνητη πατρίδα , πήρε μαζί της με τα τέσσερα παιδιά της το πέμπτο πιάστηκε αιχμάλωτο από τον τουρκικό στρατό. Γι’ αυτήν ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός. Τα παιδιά της, η εικόνα, η ζωντανή παρουσία του στην καρδιά της του αποκεφαλισμένου σώματος του άντρα της, που έμεινε εκεί να ψάχνει να βρει το όμορφο κεφάλι του για να παρουσιασθεί στο βήμα του δικαιοκρίτου Θεού έτσι ολόκληρος, ωραίος, γεμάτος αγάπη για όλους.

Αξίζει να σημειώσω ακόμη ότι η εικόνα αυτή ήταν κάπως μεγάλη ( περίπου 45 Χ 25 εκατοστά του μέτρου) και από βαρύ ξύλο καμωμένη. Ήθελε σίγουρα πίστη και παληκαριά , μέσα στο χαλασμό να σέρνεις για να σώσεις μόνη σου τέσσερα παιδιά και μια εικόνα που δύσκολα κρυβόταν μέσα στον μικρό μποξά, που η ηρωική μάνα προσπαθούσε να σώσει.

Καλησπέρα σας και συγνώμη που άργησα, ακούγεται η φωνή της νενές. Είχα μια πολύ δύσκολη γέννα, αλλά δόξα το Θεό, όλα πήγαν καλά.

Βλέπετε η νενέ δεν είναι άλλη απ’ την «κυρά μαμή» . Την γυναίκα που βοήθησε νε έρθουν πολλές ζωές σ’ αυτή τη μικρή πόλη , τον άνθρωπο που πρόσφερε απλόχερα τη βοήθειά της και που όλοι αγαπούσαν και σέβονταν.

Τι λες, κυρά Μαρίτσα, αρχίζουμε σιγά σιγά ;

Και βέβαια ν’ αρχίσουμε

Η νενέ κάνει πρώτη το σταυρό της και με ήρεμη και καθαρή φωνή βάζει το δικό της « ευλογητός».

« Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» , και με μιας όλων τα στόματα αρχίζουν απαλά ή δυνατότερα να ικετεύουν , να υμνούν, να ευχαριστούν την Κυρία Θεοτόκο, τη στοργική Μητέρα του Κόσμου.

Θυμάμαι σ’ ένα απ’ αυτά τα ξενύχτια βιάστηκα να συνεχίσω την Παράκληση λέγοντας και τις «δεήσεις» , όπως σημειώνονται στα βιβλία. Τότε η νενέ σταμάτησε, με κοίταξε αυστηρά και μου είπε :

Αυτά τα λέει μόνο ο παπάς. Μη βιάζεσαι.

Η Παράκληση συνεχίζεται Η θεία Μαριάνθη παίρνει το θυμιατήρι και λιβανίζει ένα ένα. Στο « Άξιον εστί» όλες γονατίζουμε και με τις μετάνοιες δείχνουμε την αγάπη , τον σεβασμό και την αφοσίωσή μας στην Μητέρα του Θεού και Μητέρα όλων μας.

Με το τέλος της Παρακλήσεως γυρίζουμε στα στρωσίδια μας.

Καλή δύναμη νάχουμε, ακούγεται πάλι η φωνή της νενές.

Αμήν, απαντούμε όλες.

Τώρα να πιούμε ένα καφεδάκι, να ξενυστάξουμε.

Άλλο που δεν θέλαμε εμείς τα μικρά. Με μιας τρέχουμε στην κουζίνα. Μέχρι να γίνει ο καφές, μεταφέρουμε στο δωμάτιο τις πιατέλες με το φρεσκοτριμμένο σουσάμι, το στραγαλάλευρο, τα φρούτα.

Οι κουβέντες ζωηρεύουν. Τα πειράγματα ( καλοπροαίρετα) ,ως συνήθως, δεν λείπουν.

Θειά Φώτα, για πες αλεύρι.

Η αγαθή γυναίκα ανοίγει διάπλατα το στόμα για ν’ απαντήσει και το τριμμένο σουσάμι, που με τόση όρεξη απολάμβανε, σκορπίζεται σα σύννεφο γύρω. Όλοι γελάμε, μα η θεία Φώτα δεν θυμώνει.

Κουβέντες σοβαρές , νέα απ’ τη γειτονιά, κανένα αστείο για να περάσει η ώρα, συνθέτουν μια όμορφη εικόνα αληθινής κοινωνικής συνύπαρξης.

Σιγά –σιγά η ηρεμία επανέρχεται και η κυρά Μαρίτσα, σ’ ένα αδιόρατο νεύμα της νενές, αρχίζει το διάβασμα. Ο βίος και το μαρτύριο της Αγίας Παρασκευής έρχεται πρώτο. Συγκίνηση, θαυμασμός και ο συνήθης προβληματισμός : Αν είμαστε εμείς τι θα κάναμε ; Η απάντηση αποτελεί « προσωπικό δεδομένο» .

Κουβέντες, σχόλια, κανένα γνωστό τροπάριο, μερικές συμβουλές απ’ τις μεγαλύτερες, αναμνήσεις απ’ τα παλιά, στοχασμοί από τη μακροχρόνια εμπειρία.

Στις δώδεκα η ώρα η δεύτερη Παράκληση. Και πάλι καφές, κάποιο φρούτο, ανάπαυλα.

Τώρα η νύστα έρχεται απειλητική. Η νενέ προσποιείται ότι δε βλέπει το κεφάλι της θείας Φώτας , που χώθηκε όλο στον κόρφο της για λίγο ύπνο. Το διάστημα μέχρι την Τρίτη Παράκληση μοιάζει ατέλειωτο. Επιτέλους ακούστηκαν οι πρώτοι πετεινοί. Μεμιάς όλοι τιναζόμαστε με ανακούφιση . Με περισσή τώρα διάθεση διαβάζεται η Τρίτη Παράκληση. Με το « Αμήν» του « Δι’ ευχών» ξεδιπλώνονται τα πλεχτά σάλια και τυλίγονται γύρω από το λαιμό.

Και του χρόνου, κυρά Βασιλεία.

Νάσαι καλά, κυρά Μαρία. Να ζήσεις πολλά χρόνια να μας ψήνεις αυτόν τον ωραίο καφέ.

Οι ευχές παίρνουν και δίνουν, ενώ μια μια οι γειτόνισσες βγαίνουν στο δρόμο. Βιάζονται να πάνε σπίτια τους για να προλάβουν να πάρουν κανένα υπνάκο μέχρι ν’ αρχίσει πάλι η βιοπάλη της ημέρας.

Είναι ήρεμες, ευχαριστημένες, έτοιμες για το άλλο ξενύχτι. Ένα κομμάτι αληθινής ζωής , μια αχτίδα άδολης κοινωνικότητας, λίγο δροσερό νερό στο ρυάκι για μια καλύτερη ζωή.