Συναξαριακές Μορφές

Μπάρμπα, Χριστός Ανέστη!

12 Απριλίου 2010

Μπάρμπα, Χριστός Ανέστη!

VatopaidiFriend: Ο Μοναχός Ιλαρίων Νεοσκητιώτης, Γέροντας της Ιεράς Καλύβης Αγίου Χαραλάμπους, Νέα Σκήτη, 630 86  Καρυές, Άγιον Όρος έχει εκδόσει 3 πολύ ωραία και ενδιαφέροντα βιβλίατα οποία όποιος θέλει μπορει να τα προμηθευτεί από την εν λόγω Ι. Καλύβη. Εμείς αντιγράφουμε από το «Μία στιγμή του Πάσχα – Η ζωή ενός ρώσσου ασκητού».

Ύστερα από λίγο όμως ακούγεται η φωνή του Αλέξη Σαϊλόφσκυ να λέγη στη γυναίκα του: «Φθάσαμε, κυρία μου, κι όλας, χωρίς να το καταλάβωμε». Και απλώνει το χέρι του με ευγένεια προς την γυναίκα του για να την βοηθήση να κατεβή από το έλκυθρον.

Μπροστά τους τώρα ορθώνεται μεγαλόπρεπο το παληό αρχοντικό των Σαϊλόφσκυ! Είναι ένα τριόροφον με δύο μεγάλα μπαλκόνια και έναν απέραντο κήπο με πανύψηλα δέντρα. Παντού βασιλεύει σιγή! Και κανείς δεν φαίνεται από πουθενά, γεγονός πού ξαφνιάζει πολύ την Τατιάνα και την εξαναγκάζει να πή: «Περίεργο πράγμα», και κατεβαίνει από το έλκυθρον με μάτι ανήσυχο και φοβισμένο και κυττά κατ’ ευθείαν προ την μισάνοιχτη κεντρική πόρτα του σπιτιού, πού βρίσκεται μόνον δύο χιλιόμετρα μακρυά από την πόλιν.

«Δεν βγήκαν όπως πάντα, οι δύο πιστοί και καλοί μας υπηρέτες, ο Ντημητρέϊ και ο Κύριλλος να μας υποδεχθούν όπως πάντα», σκέφθηκε ενδόμυχα χωρίς να το πή η Τατιάνα. Μα ούτε και ακούσθηκε η πάντα πρόσχαρη και ζωηρή φωνή της παραμάννας του παιδιού των, του μοναχογιού των Κασσιανού, της καλοκάγαθης Δόμνας Μιχαήλοβιτς πού πάντα έτρεχε να τους χειροκρότηση σε κάθε τους επιστροφή και να φωνάξη με χάρι: «Καλώς τα, καλώς τα τα μάτια μου τα δυό»…

Η νεκρική σιγή πού βασιλεύει παντού αποκορυφώνει τον ακαθόριστον φόβον και την ανησυχίαν τους, γι’ αυτό και αρχίζει εκείνος να φωνάζη δυνατά με την βαρειά και επιβλητική του φωνή: «Δόμνα! Ντημητρέϊ! Κυρίλλεφ!»… Μα ο αντίλαλος της φωνής του δημιουργεί ενα περίεργον ανατρίχιασμα στην ψυχή και των δύο…

Σιωπή, σιωπή θανάτου βασιλεύει παντού και παρά τις φωνές του Σαϊλόφκσυ κανείς δεν ξεπροβάλλει από την μισάνοιχτη πόρτα. Η ενστικτώδης αγωνία τους κάνει με ένα αυθόρμητο και πηγαίο «Αχ», βγαλμένο μέσα από την ψυχή τους να ορμήσουν μέχρι τον προθάλαμον του σπιτιού των χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν πώς μπήκαν μέσα. Μα πόση όμως φρίκη εννοιωσαν, μέχρι λιποθυμίας της Τατιάνας πού σωριάσθηκε επάνω σ’ ένα μικρό κάθισμα πού βρέθηκε μπροστά της. Μα και του Αλέξη Σαϊλόφσκυ κόντεψε να σταματήση η αναπνοή του. Γιατί μέσα σε μια λίμνη αίματος, οι δύο υπηρέτες τους, βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλον με τα κεφάλια ανοιγμένα.

Προχωρεί σαν μαγνητισμένος και με τρεμάμενα πόδια μέχρι το δωμάτιο της Δόμνας, όπου την βρίσκει επάνω στο κρεββάτι της με όψι φρίκης στο πρόσωπον και με το κεφάλι φρικτά παραμορφωμένο να κοιμάται τον αιώνιον ύπνον. Καημένη Δόμνα και ήσουν τόσο καλή!…

Στο θέαμα αυτό της απερίγραπτης συμφοράς, πιάνει το κεφάλι της η Τατιάνα με τα δυο της τρέμοντα χέρια και φωνάζει τώρα, απελπισμένα, τρελλά, το μονάκριβο εξάχρονο παιδί της, τον Μικαέλ.

«Παιδί μου! Παιδί μου! Μικαέλ! Μικαέλ! Πού είσαι αγόρι μου;»… Η φωνή της αντιλαλεί άγρια και σπαρακτικά ανάμεσα στους υψηλούς βουβούς τοίχους του μεγάρου.

Ο Μικαέλ, ένας ολόξανθος άγγελος με τα ζωηρά πράσινα παράξενα ματάκια του και το θαλασσί μακρύ νυκτικό του, μοιάζει σαν άγγελος πού αποσπάσθηκε από ουράνια αγγελική συναυλία για να φέρη κάποιο χαρούμενο μαντάτο στον κόσμον αυτόν!

Στο άκουσμα της σπαρακτικής φωνής της μαννούλας του ξυπνά και ορθώνεται στο κρεββατάκι του και ολόγλυκα της λέγει: «Εδώ, είμαι γλυκεία μου μαννούλα» και τρίβοντας χαδιάρικα τα ματάκιά του, προσθέτει: «Γιατί μου φωνάζεις έτσι δυνατά;»

Εκείνη στο αντίκρυσμά του, ρίχθηκε σαν τρελλή από χαρά στην αγκαλιά του και το φιλεί αχόρταγα φωνάζοντας με κλάμματα: «Παιδάκι μου, γλυκό μου παιδάκι! Λατρεία μου είναι καλά;» Το σφίγγει επάνω της με τόση δύναμι ώστε ένα, ωχ, πόνου βγαίνει από το στόμα του μικρού. Στα ροζαλά χειλάκιά του απλώνεται ενα αθώο χαμόγελο πού απεκάλυπτεν όλη την ικανοποίησίν του για την μεγάλη αγάπη της μαννούλας του και της απαντά νωχελικά:

«Ναι, χρυσή μου μαννούλα, είμαι καλά και ξανακοιμήθηκα στο κρεββατάκι μου μόλις έφυγε από εδώ ένας μεγάλος άνθρωπος, πολύ μεγάλος, με μακρυά γένεια πού μπήκε με ορμή στο δωματιάκι μου κρατώντας ψηλά σηκωμένο αυτό το παιχνιδάκι!

Και παίρνει από το κρεββατάκι του δίπλα ενα φοβερό όπλο, γνωστό στους Ρώσσους χωρικούς με το όνομα «κιστέν»! Το «κιστέν», εύχρηστον στους κυνηγούς της περιοχής αποτελείτο από ιμάντα ισχυρόν πού στην άκρην έχει δεμένην μια σιδερένια σφαίρα. Όποιον κτυπήση το φοβερό αυτό όργανο, επιφέρει το κτύπημα του στην κεφαλήν, ακαριαίον τον θάνατον.

Το φονικόν όργανον ήταν πνιγμένο κυριολεκτικά στο αίμα των τριών αδικοσκοτωμένων υπηρετών του Αλέξη Σαϊλόφσκυ!

Ή Τατιάνα, κυττά τρομαγμένα τον άνδρα της και λέγει με σβησμένη φωνή: «Αλέξη! Ζή, αλλοίμονον, ακόμη ο Λυκοθωμάς και βρίσκεται εδώ κοντά μας»…

Ο μικρός Μικαέλ παίρνει το χλωμό από τον τρόμο πρόσωπον της μαννούλας του, μέσα στα ζεστά χεράκια του και το γυρίζει προς το μέρος του και της λέγει γλυκά, χαδιάρικα: «Πού λες, καλή μαννούλα, κοιμώμουνα εδώ στο κρεββατάκι μου, όταν άκουσα να κλωτσά την πόρτα μου αυτός ο μπάρμπας με τα γένεια και τα άγρια μαλλιά.

»Ξύπνησα κι όπως τον είδα να σηκώνη το «κιστέν», εγώ πήρα από το προσκέφαλο μου το όμορφο αυγό πού χθες το βράδυ τόση ώρα ζωγράφιζα και του το έδωκα με αγάπη και με χαμόγελο του είπα: «Μπάρμπα, ΚΡΙΣΤΟΣ ΒΟΣΚΡΕΣ!»

»Αυτός με κύτταξε ώρα πολλή στα μάτια και σιγά – σιγά άρχισε να κατεβάζη το χέρι του με το όπλο…

»Το κυττούσε ώρα πολύ σαν μαγνητισμένος και ύστερα, σαν κάτι να του έκαψε το χέρι, το αφήκε επάνω στο κρεββατάκι μου! Ύστερα άπλωσε το χέρι του πού ήταν γεμάτο από αίματα και πήρε το αυγό μου! Το κύτταξε περίεργα ώρα πολλή κι ύστερα σήκωσε σε μένα τα μάτια του.

»Άλλαξε όψι, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Βοΐστινο Βοσκρές».

»Είδα τότε στα μάτια του, συνέχισε ο μικρός Μικαέλ, να γυαλίζουν δυο δάκρυα!!! Και όταν τον ρώτησα γιατί κλαις; τότε σφίγγοντας το αυγό επάνω στο στήθος του άρχισε να τρέχη προς την πόρτα και χάθηκε»…

Ο Μικαέλ χαμογέλασε με ικανοποίησιν για την διήγησίν του και ύστερα με παιδική αφέλεια έτρεξε να δη τί είχε συμβεί. Γιατί έν τω μεταξύ, κόσμος πολύς πού έμαθε αστραπιαία την νέα συμφορά της περιφέρειας, έτρεξε έντρομος για να μάθη λεπτομέρειες από την καινούρια δράσι του Λυκοθωμά. «Είμαστε χαμένοι», είπαν μερικοί, ολοφάνερα απελπισμένοι! Ο Λυκοθωμάς εξακολουθούσε, με το ίδιο εκδικητικό μένος, να σκοτώνη…

Πηγή: Μία στιγμή του Πάσχα Η ζωή ενός ρώσσου ασκητού, έκδοσις Ιεράς Καλύβης Αγίου Χαραλάμπους, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος