Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Sir Steven Runciman. Ο μέγιστος Βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα (μέρος 2ο)

13 Μαΐου 2010

Sir Steven Runciman. Ο μέγιστος Βυζαντινολόγος του 20ου αιώνα (μέρος 2ο)

Συνέχεια από (1)

Η άλλοτε ξεχασμένη κι άλλοτε υποτιμημένη βυζαντινή ιστορία – για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες καθετί βυζαντινό αυτομάτως εντασσόταν στο χώρο του σκοταδισμού – έγινε, ευτυχώς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες αντικείμενο σοβαρής επιστημονικής έρευνας. Οι ιστορικοί, πολλοί μάλιστα από αυτούς εντάσσονται στους κύκλους των διανοουμένων, πού ανέλαβαν όχι μόνο να γεφυρώσουν το «αναμέσον χάσμα» μεταξύ του Αρχαίου και Νέου Ελληνισμού, έτσι χαρακτήριζε το Βυζάντιο ο Ν. Σαρίπολος, Καθηγητής της Νομικής Σχολής στον 19ο αιώνα, αλλά και να αποκαταστήσουν τη βυζαντινή οικουμένη, αποτελούν σήμερα αξιοσέβαστο πεδίο μελέτης και κατανόησης αυτής της πολυεπίπεδης και σύνθετης ιστορικής διαδικασίας, πού επικράτησε να ονομάζεται βυζαντινός πολιτισμός.

Σήμερα το Βυζάντιο αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή θέματα του επιστημονικού κόσμου. Επιστήμονες διεθνούς κύρους, ιστορικοί, θεολόγοι, ιστορικοί της τέχνης, νομικοί, ομολογούν και τεκμηριώνουν την σπουδαιότητα και τη γενναία συμβολή του βυζαντινού κοσμοειδώλου, στον σημερινό πολιτισμό. Πάμπολλες μελέτες, αναφερόμενες στην πολιτική, την κοινωνική, τη διοικητική, τη στρατιωτική και εκκλησιαστική ιστορία του, αναιρούν προγενέστερες πλάνες και αναγνωρίζουν τον πολιτισμό των βυζαντινών, ως τον παράγοντα εκείνο πού διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη τόσο της Ανατολικής, όσο και της Δυτικής Ευρώπης.

Ο Sir Stenen Ransiman, τον οποίο η επιστημονική κοινότητα, πριν λίγο καιρό έχασε, αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα, ακραιφνούς και εμβριθέστατου ιστορικού βυζαντινολόγου επιστήμονα. Όλβιος δημιουργός, έγινε για τις διεθνείς ιστορικές σπουδές το μέγα αγκωνάρι. Ως ένας από τους σημαντικότερους βυζαντινολόγους κατάφερε κι έσυρε από τη λήθη, ό,τι θαυμαστό είχε να επιδείξει το Βυζάντιο. Το πολυσχιδές έργο του, πράγματι, αποτελεί μία τεκμηριωμένη καταγραφή, αλλά και ερμηνεία της βυζαντινής ιστορίας. Αν κάτι αφήνουν τα γραφτά του, είναι το γεγονός ότι είδε το Βυζάντιο ως μία συμπαγή ιστορική ενότητα, την οποία αμερόληπτα μελέτησε, δίνοντας στις επόμενες γενιές των ιστορικών τον τρόπο, ακόμη πιο στοχαστικά να το μελετήσουν.

Πρέπει σοβαρά να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Ransiman μελέτησε το Βυζάντιο υπό το πλαίσιο των τριών συντεταγμένων πού οριοθέτησαν τη χιλιετή μοίρα της θεοκρατικής αυτοκρατορίας του: τον ελληνισμό, τη ρωμαϊκή νομοθεσία και την Ορθοδοξία· αυτό δηλαδή το περιεχόμενο πού ουσιαστικά διαμόρφωσε την πολιτισμική ταυτότητά του. Τούτη τη διεργασία, πού άρχισε τον 4ο και συνεχίστηκε έως τα μέσα του 15ου αιώνα, ο Ransiman κατάφερε να μάς την κληροδοτήσει δίχως να φαντάζει μακρινή και ξένη.

Με ασκητικό βλέμμα, ο μέγιστος αυτός βυζαντινολόγος, είδε την Ορθοδοξία, η οποία και τον γοήτευσε. Στους κόλπους ανοίχθηκε με διάθεση. Και γι’ αυτήν εμφαντικά υπογράμμιζε: «οι Έλληνες έχουν μία κληρονομιά για την οποία μπορούν να αισθάνονται περήφανοι, μία κληρονομιά πού δεν πρέπει να χαθεί μέσα στις εναλλασσόμενες υλικές καταστάσεις. Στους σκοτεινότερους αιώνες της ελληνικής ιστορίας η Εκκλησία ήταν εκείνη η οποία, παρ’ όλες τις πολλές δυσκολίες, τις πολλές απογοητεύσεις και αυτές ακόμη τις ταπεινώσεις, μπόρεσε όχι μόνο να προσφέρει πνευματική ανακούφιση αλλά και να συντηρήσει και διατηρήσει τις παραδόσεις του Ελληνισμού. Οι μοντερνιστές έχουν συχνά υποτιμήσει το ρόλο της υπογραμμίζοντας το κενό, το χάσμα πού υπάρχει μεταξύ του αρχαίου και χριστιανικού κόσμου. Αλλά το χάσμα δεν είναι αγεφύρωτο. Οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας διέσωσαν πολλά από τα πιο ωραία, πού είχε η αρχαία ελληνική σκέψη και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, και τα παρέδωσαν στην Εκκλησία ως αυτήτήν ημέρα. Ο εθνισμός μπορεί να γίνει κακό πράγμα. Όμως ένα αίσθημα εθνικής ταυτότητας, πού να μην βασίζεται σε φιλόδοξο σωβινισμό αλλά σε μία μακριά παράδοση πολιτιστικών αξιών, είναι ζήτημα για νόμιμη καύχηση και περηφάνια».

Στο πρόσωπο του Ransiman το αγγλόφωνο και, κατ’ επέκταση, το διεθνές επιστημονικό κοινό ανακάλυψε το Βυζάντιο και αφύπνισε από την κατάκριση πού δύο αιώνες πριν ο Edward Gibbon έκανε γι’ αυτό, χαρακτηρίζοντας τη χιλιόχρονη ιστορία του ως «θρίαμβο της βαρβαρότητας και της θρησκείας». Είναι μακρύς ο κατάλογος των μελετών και των αυτοτελών βιβλίων του πάνω στα οποία σήμερα, όσοι επιζητούν τη ψηλάφηση του βυζαντινού πολιτισμού, μπορούν χωρίς κανένα δισταγμό να προσφύγουν. Και μόνο μία απλή παράθεση των τίτλων, πού εύκολα θα μπορούσε κανείς να κάμει, ανατρέχοντας σε ενημερωμένες ιδιωτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες, μαρτυρεί την εμμονή του για εμφάνιση του βυζαντινού πολιτισμού ως μείγματος διαποτισμένου με κάλλος και θαυμασμό.

Στο σύνολό του το έργο του Ransiman, ιχνογραφεί και διαφωτίζει τη βυζαντινή ιστορία μέσα από τον χαρακτήρα των ανθρώπων, την ποικιλία των θεσμών, των τρόπων σκέψης και των πολιτισμικών εκφράσεών του. Αρκετό από το συγγραφικό έργο του, μεταφρασμένο στην ελληνική, προσκαλεί κάθε φιλοβυζαντινό αναγνώστη σε πραγματική θέαση του επιφανούς μεσαιωνικού κόσμου. Ως κλασικός ιστορικός, ο Ransiman επιμελώς επιστρέφει στις βυζαντινές πηγές, προσφέροντάς μας μία σύνθετη εικόνα της πολιτιστικής, κοινωνικής, και πολιτικής δομής της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό, οι νεότεροι βυζαντινολόγοι, θα πρέπει να του είναι ευγνώμονες, γιατί δημιούργησε την πιο έγκυρη και περιεκτική ιστορική επισκόπηση της βυζαντινής περιόδου.

Συνεχίζεται…