Ορθόδοξη πίστηΣυναξαριακές Μορφές

Ποιά είναι τα Άλλα Πάθη του Κυρίου; (Με άλλα λόγια: Μπορεί ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα που να μην μπορεί να την σηκώσει;)

22 Απριλίου 2011

Ποιά είναι τα Άλλα Πάθη του Κυρίου; (Με άλλα λόγια: Μπορεί ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα που να μην μπορεί να την σηκώσει;)

Τα Πάθη του Κυρίου δεν είναι μόνο τα φρικτά εκείνα του σώματος και της ψυχής που πέρασε στα χέρια του ίδιου του διαβόλου και των υπηρετών του Ιουδαίων και Ρωμαίων όταν παρέδωσε τον εαυτό Του ως εξιλαστήρια Θυσία για τον κόσμο. Είναι και ο πόνος και η θλίψη που δοκιμάζει κάθε ένας άνθρωπος πάνω στη γη, καθώς και η απώλεια κάθε αμαρτωλής ψυχής. Πρώτα είναι αυτά τα δύο πράγματα Πάθη του Χριστού και του Θεού, και έπειτα τα γεγονότα της Σταύρωσης που άρχισαν στον Μυστικό Δείπνο.

«Έχουν πει σωστά ότι υπήρχε ένας σταυρός στην καρδιά του Θεού πριν φυτευτεί ένας άλλος έξω απ’ τα Ιεροσόλυμα· κι ενώ τον ξύλινο σταυρό τον έχουν κατεβάσει, ο σταυρός στην καρδιά του Θεού παραμένει ακόμη.» (επίσκοπος Κάλλιστος Ware)

Όταν κάποιος υποφέρει, πολύ περισσότερο υποφέρει ο Θεός, εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης Του. Στο πρόσωπό τους ο ίδιος ο Θεός είναι αυτός που υποφέρει. Ο Κύριος είναι το κατεξοχήν θύμα του κακού στον κόσμο, Αυτός που έφτιαξε τον κάθε έναν από μάς για να χαιρόμαστε αιώνια όλη την αγάπη Του και την απεραντοσύνη Του. Ο πόνος κάθε ανθρώπου είναι υπέρτατος ψυχικός πόνος του ίδιου του Θεού. Είναι τόση η αγάπη του Θεού, που απείρως περισσότερο πονάει ο Θεός με το πάθημα ενός ανθρώπου, παρά ο ίδιος ο άνθρωπος.

Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που ο διάβολος θέλει να κάνει τον κόσμο να υποφέρει: επειδή ξέρει ότι πρώτα πληγώνει τον Θεό, και αυτό είναι που τον ενδιαφέρει κυρίως. Επειδή μισεί τον Θεό, μισεί και ό,τι Εκείνος αγαπάει, κάθε τί με το οποίο Εκείνος ταυτίζεται.

Ο Θεός είναι αναγκασμένος να υπομένει αυτά τα Πάθη Του διότι αλλιώς δεν θα ήταν δυνατό να αποκτήσει ο άνθρωπος αληθινή αγαπητική κοινωνία μαζί Του, που είναι ο Παράδεισος. Σε αυτή την περίπτωση ο Θεός θα καταργούσε την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και όλα θα ήταν μια ψευτιά. Το κακό και ο πόνος μπήκαν αυτομάτως στον κόσμο όταν ο άνθρωπος διάλεξε να γίνει εγωιστής και να απομακρυνθεί από τον Θεό. Δεν έφτιαξε έτσι τον κόσμο ο Θεός. Είναι, λοιπόν, υποχρεωμένος ο Θεός να κάθεται και να υφίσταται ο Ίδιος όλη αυτή την κακία, περιμένοντας εμάς να ταπεινωθούμε, να πατάξουμε τον εγωισμό μας, να μετανοήσουμε, να καταλάβουμε ότι ο διάβολος είναι κακός και όχι καλός και άξιος εμπιστοσύνης όπως τον νόμισαν οι Πρωτόπλαστοι, και ότι έχουμε ανάγκη να στραφούμε στον Θεό. Και δυστυχώς είμαστε τέτοιοι που όλα αυτά θα ήταν αδύνατα αν ο Θεός δεν ανεχόταν να γνωρίσουμε σε τούτον τον κόσμο τις συνέπειες του κακού. Αυτή είναι η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος.

«Ανά πάσα στιγμή ο Θεός θα μπορούσε να καταστρέψει τον κόσμο ή να εμποδίσει οποιαδήποτε ενέργεια ή να μεταβάλει ό,τι δημιούργησε. Αλλά η παντοδυναμία του Θεού είναι «οριοθετημένη», με την έννοια ότι Αυτός την συγκρατεί, επειδή Αυτός ανιδιοτελώς σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν επιβάλλει στην ανθρώπινη φύση να Τον αγαπά και να Τον υπακούει. Αυτή είναι η ερμηνεία για την ύπαρξη του κακού μέσα σ’ έναν κόσμο που τον κυβερνά ένας Θεός γεμάτος αγάπη και παντοδύναμος. Ένας Ρώσος θεολόγος στα νιάτα του αναρωτιόταν: «Αν ο Θεός είναι παντοδύναμος, θα μπορούσε να φτιάξει μια πέτρα τόσο μεγάλη, ώστε ούτε ο Ίδιος να μην μπορεί να την σηκώσει;» Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα ο ίδιος θεολόγος, ενώ τον βασάνιζε το πρόβλημα του πόνου που επιβάλλουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο, θυμήθηκε τη φράση του αγίου Χρυσοστόμου: «Ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα, εκτός από το να μας εξαναγκάσει να σωθούμε». Και σκέφτηκε: «Ναι, η πέτρα που είναι πολύ βαριά και δεν μπορεί να τη σηκώσει ο Θεός είναι το ανθρώπινο γένος.» Δεν είμαστε φυλακισμένοι του Θεού, είμαστε παιδιά Του.» (Αδελφής Μαγδαληνής, Συνομιλίες με Παιδιά, εκδ. Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, σελ. 352-353).

Ο Θεός είναι Αγάπη και Αλήθεια, και «αρνήσασθαι εαυτόν ου δύναται» (Β΄ Προς Τιμόθεον Β΄ 13).

Όπως γράφει ο Παύλος Ευδοκίμωφ, «Περιμένοντας τον αγαπημένο, ο Θεός παραιτείται από την παντοδυναμία του, «κενούται» υπό την μορφήν του «Αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (βλ. Αποκάλυψις Ιωάννου ιγ΄8). Η τύχη του ανάμεσα στους ανθρώπους εξαρτάται από το «γενηθήτω» της ανθρωπότητος. Για να εξασφαλίσει την ελευθερία αυτού του «γενηθήτω», ο Χριστός παραιτείται ακόμη και από την παγγνωσία του.»

Τα Πάθη στο Όρος των Ελαιών και στο Πραιτώριο και στον Γολγοθά μάς φανερώνουν και τα άλλα Πάθη.

Αξίζει να διαβάσουμε προσεκτικά μερικά χαρακτηριστικά χωρία από την Αγία Γραφή:

«Διότι τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· οπίσω δόξης απέσταλκέ με επί τα έθνη τα σκυλεύσαντα υμάς, διότι ο απτόμενος υμών ως ο απτόμενος της κόρης του οφθαλμού αυτού.» («Αυτά λέγει ο Κύριος ο Παντοκράτωρ: Προς δόξαν Του με απέστειλεν εναντίον των εθνών, τα οποία σας ελαφυραγώγησαν, διότι εκείνος ο οποίος σάς εγγίζει (και μόνον), επί κακώ, είναι ωσάν κάποιος, ο οποίος με τον δάκτυλόν του εγγίζει την κόρην του οφθαλμού Του.») (Ζαχαρίας β΄ 12)

«Όταν δέ έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δέ ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γάρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε πρός με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δέ σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δέ σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν πρός σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων· πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πύρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γάρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.» («Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου με όλην την δόξαν αυτού και μαζή με αυτόν όλοι οι άγγελοί του, τότε θα καθίση στον θρόνον του, τον λαμπρόν και ένδοξον. Και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουργίας του Αδάμ μέχρι της συντελείας του κόσμου και θα χωρίση αυτούς μεταξύ των με όσην ευκολίαν χωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια. Και θα θέση τα μεν πρόβατα εις τα δεξιά του τα δε ερίφια εις τα αριστερά. Τότε θα στραφή ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκωνται εις τα δεξιά του και θα πη· “ελάτε σείς οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθή για σας από τότε που εθεμελιώνετο ο κόσμος. Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας. Ήμουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε”. Τότε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· “Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον και σε εθρέψαμε η διψασμένον και σου εδώσαμε νερό; Πότε δέ σε είδαμεν ξένον και σε περιμαζέψαμε η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν; Πότε δέ σε είδαμε ασθενή η φυλακισμένον και ήλθαμε εις επίσκεψίν σου;” Και θα αποκριθή εις αυτούς ο βασιλεύς· “Αληθινά σάς λέγω, κάθε τι που εκάματε, δια να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ”. Τότε θα πη και εις εκείνους, που στέκονται εις τα αριστερά του· “φύγετε μακρυά από εμέ σείς οι καταράμενοι και πηγαίνετε στο αιώνιον πύρ, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους πονηρούς αγγέλους του. Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε. Ξένος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε”. Τότε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντες, “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένον η ξένον η γυμνόν η ασθενή η φυλακισμένον και δεν σε υπηρετήσαμεν;” Τότε θα αποκριθή εις αυτούς και θα είπη· “αλήθεια σάς λέγω· εφ’ όσον δεν εκάματε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκάματε”. Και θα απέλθουν αυτοί μεν εις την αιωνίαν κόλασιν μαζή με τον διάβολον, οι δε δίκαιοι εις την αιωνίαν ζωήν μαζή με τον Θεόν.») (Κατά Ματθαίον κε΄ 31-46)

«Εγκαταλέλοιπα τον οίκον μου, αφήκα την κληρονομίαν μου, έδωκα και την ηγαπημένην ψυχήν μου εις χείρας εχθρών αυτής.» («(Δια τας παρανομίας των) έχω εγκαταλείψει τον οίκον μου, αφήκα την κληρονομίαν μου, παρέδωσα την αγαπημένην μου ψυχήν, (δηλαδή τον λαόν μου,) εις τα χέρια των εχθρών της.») (Ιερεμίας ιβ΄ 7).

«Η ούν Μαρία ως ήλθεν όπου ην ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν έπεσεν αυτού εις τους πόδας λέγουσα αυτώ· Κύριε, ει ής ώδε, ουκ άν απέθανέ μου ο αδελφός. Ιησούς ούν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν, και είπε· πού τεθείκατε αυτόν; Λέγουσιν αυτώ· Κύριε, έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον ούν οι Ιουδαίοι· ίδε πώς εφίλει αυτόν. Τινές δέ εξ αυτών είπον· ουκ ηδύνατο ούτος, ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού, ποιήσαι ίνα και ούτος μή αποθάνη; Ιησούς ούν, πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον.» («Η Μαρία όμως αμέσως μόλις ήρθε στον τόπον, όπου ευρίσκετο ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσεν εις τα πόδια του και του έλεγε “Κύριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα μου επέθαινε ο αδελφός”. Ο Ιησούς όταν είδε αυτήν να κλαίη και τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει μαζή της, να κλαίουν επίσης, επεβλήθη με μεγάλην δύναμιν επί του εσωτερικού του, δια να κρατήση την συγκίνησιν, η οποία τον επλημμύριζε, και είπε (με φωνήν ήρεμον)· “πού τον έχετε βάλει;” Και εκείνοι του λέγουν· “Κυριε, έλα να ιδής”. Και καθώς επήγαιναν, εδάκρυσεν ο Ιησούς (από συμπάθειαν δια τον βαθύν πόνον των δύο αδελφών). Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν τα δάκρυα αυτά έλεγαν· “για κύτταξε, πόσον πολύ τον αγαπούσε!” Μερικοί δε από αυτούς είπαν· “αυτός που ήνοιξε τα μάτια του εκ γενετής τυφλού, δεν ημπορούσε να κάμη κάτι ενωρίτερα, δια να μη αποθάνη και αυτός; (Διατί και εδώ δεν έκανε θαύμα, θεραπεύων την ασθένειαν του φίλου του; Εξαντλήθηκε η δύναμίς του;)” Ο Ιησούς, λοιπόν, επιβαλλόμενος συνεχώς επί του εαυτού του, δια να μη εκδηλωθή η συγκίνησίς του, έρχεται στο μνημείον.») (Κατά Ιωάννην ια΄ 32-38)

«Και ως ήγγισεν, ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτή, λέγων ότι ει έγνως και σύ, και γε εν τη ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου! Νυν δέ εκρύβη από οφθαλμών σου· ότι ήξουσιν ημέραι επί σέ και περιβαλούσιν οι εχθροί σου χάρακά σοι και περικυκλώσουσί σε και συνέξουσί σε πάντοθεν, και εδαφιούσι σε και τα τέκνα σου εν σοί, και ουκ αφήσουσιν εν σοί λίθον επί λίθω, ανθ’ ών ουκ έγνως τον καιρόν της επισκοπής σου.» («Και καθώς επλησίασε προς την Ιερουσαλήμ και είδε την πόλιν, ανελύθη εις δάκρυα και λυγμούς δι’ αυτήν, λέγων ότι “εάν εγνώριζες και συ, έστω και κατά την τελευταίαν αυτήν ημέραν, (που σου δίδει ως μεγάλην ευκαιρίαν μετανοίας ο Θεός,) εάν εγνώριζες και εδέχεσο ότι εγώ θα σου παρείχα την ειρήνην και την ασφάλειαν, (θα εσώζεσο από την τρομεράν καταστροφήν που σε περιμένει). Τωρα όμως, εξ αιτίας της αμετανοήτου κακίας σου, τα μάτια σου είναι σκοτισμένα και δεν ημπορούν να ίδουν τον όλεθρον, που έρχεται. Διότι θα έλθουν φοβεραί δια σε ημέραι και οι εχθροί σου θα σκάψουν γύρω σου χαρακώματα και θα σε περικυκλώσουν και θα σε συνθλίβουν από παντού. Και θα κατακρημνίσουν τα οικοδομήματά σου και θα πετάξουν, σφαγμένα κάτω στο έδαφος τα παιδιά σου, και δεν θα αφήσουν πέτραν επάνω εις την πέτραν· και τούτο διότι δεν ηθέλησες να γνωρίσης και να δεχθής τον καιρόν, κατά τον οποίον ο Θεός σε επεσκέφθηκε δια να σε σώση”.») (Κατά Λουκάν ιθ΄ 41-44)

Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις ο λόγος που ο Θεός υποφέρει είναι η παναγάπη Του.

Το να είναι κάποιος στη θέση του Θεού θα ‘ναι οπωσδήποτε το χειρότερο, το πιο λυπηρό και το πιο οδυνηρό πράγμα.

Ρ. Π.