Συναξαριακές Μορφές

Ο Αγιος Νεομάρτυς Ιωάννης (Νάννος) από τη Θεσσαλονίκη

28 Μαΐου 2012

Ο Αγιος Νεομάρτυς Ιωάννης (Νάννος) από τη Θεσσαλονίκη

Η καταστροφή της Σμύρνης (1922)

Μαρτύρησε στη Σμύρνη στις 29 Μαΐου 1802

Ο Άγιος νεομάρτυς Ιωάννης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης και η μητέρα του Θωμαΐς. Επειδή γεννήθηκε την παραμονή του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου τον βάπτισαν Ιωάννη, μολονότι και ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης, γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν με το υποκοριστικό Νάννος, συνηθισμένο στη Θεσσαλονίκη.

Ο πατέρας του αγίου ήταν στο επάγγελμα υποδηματοποιός . Λόγω του ότι όμως οι δουλειές του δεν πήγαιναν και τόσο καλά , έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και άνοιξε εργαστήρι στη Σμύρνη. Όταν οργανώθηκε η επιχείρησή του στη Σμύρνη, πήρε μαζί του αρχικά τον πρώτο του γιο, τον Θεόδωρο και ύστερα και τον μικρότερο Ιωάννη.

Ο Ιωάννης ήταν δεκαεπτά ετών, ένας χαριτωμένος νέος , όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Στολισμένος με πολλές αρετές , ταπεινός και φιλόκαλος , έμενε καθαρός παρόλο που αναγκαστικά συναναστρεφόταν με κάθε λογής ανθρώπους μεσ’ στην αγορά , όπως ο ήλιος παραμένει αμόλυντος αν και πέφτουν οι ακτίνες του και σε ρυπαρά μέρη.

Γράμματα δεν ήξερε, του άρεσε όμως ν’ ακούει διάφορες ψυχωφελείς διηγήσεις που διάβαζε ο μεγάλος αδελφός του, ιδιαίτερα τους βίους των αγίων, τους οποίους φλεγόταν να μιμηθεί. Τις μεγάλες γιορτές, που δεν άνοιγαν το εργαστήριό τους, μετά την εκκλησία παρέμενε στο σπίτι , δεν αισθανόταν την ανάγκη να βγει έξω και ή άκουγε τις αναγνώσεις του αδελφού του ή θυμόταν τους βίους των αγίων που είχε ακούσει.

Έτσι ζούσαν ο πατέρας και οι δυο γιοι στη Σμύρνη , μαζί με άλλους συγγενείς τους, οι οποίοι εργάζονταν και αυτοί την ίδια τέχνη.

Κάποια μέρα τον έστειλε ο πατέρας του με παπούτσια στον ντελάλη της γειτονιάς δυο και τρεις φορές και την τρίτη φορά δεν επέστρεψε. Ανησύχησαν ο πατέρας και ο αδελφός του και τα ξαδέλφια του και άρχισαν να τον ψάχνουν. Σκέφτηκαν μήπως τον έπιασαν για τον φόρο του χαρατσιού. Πήγαν στη φυλακή, δεν τον βρήκαν. Έτρεξαν παντού, τίποτε. Κατά το βράδυ έμαθαν το θλιβερό νέο. Ο Ιωάννης είχε γίνει μουσουλμάνος με τη θέλησή του. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός. Απορία συγχρόνως. Πώς ο καλός αυτός νέος, ο ευσεβής και ενάρετος χριστιανός, που αποστρεφόταν την αμαρτία, που δεν ήθελε ν’ ακούει για το Ισλάμ, πώς εγκαταλείφθηκε από την χάρη του Θεού και μόνος του προσχώρησε στους μουσουλμάνους. Φθάνουν στον χώρο που βρισκόταν, τον βλέπουν, δεν τους επιτρέπουν όμως να πλησιάσουν, τους απομακρύνουν με βρισιές και με τα ξύλα που κρατούσαν στα χέρια τους.

Τι είχε συμβεί. Ο άγιος επειδή είχε πολλήν αγάπη στον Χριστό και ήθελε να μαρτυρήσει, προσποιήθηκε πως αρνείται τον Χριστό για να Τον ομολογήσει ύστερα και να θανατωθεί.

Αυτός ο πόθος κρυβόταν πίσω από τα λόγια που έλεγε στους δικούς του όταν τους συναντούσε . Του είπαν κάποιοι συμπατριώτες του μια μέρα : εσύ ετούρκευσες, δεν αλλάζεις ; που είναι τα ρούχα τα καλά οπού σου έκαναν ; Παράγγειλα, τους αποκρίθηκε, να μου κάνουν ρούχα μπαρμπαρέσικα και άρματα χρυσά και έως την Κυριακή έχω να τα φορέσω εις το Σοάν παζάρι. ( Το Σοάν παζάρι ήταν ο τόπος εκτέλεσης των καταδίκων). Ύστερα πήγε σ’ ένα γνωστό του και του ζητούσε ένα σταυρό. Εκείνος , μη γνωρίζοντας τι πρόκειται να γίνει, δεν του έδωσε. Πήγε δυο και τρεις φορές χωρίς αποτέλεσμα. Όταν το έμαθε αυτό ο πατέρας του, του παρήγγειλε μ’ ένα κοινό τους γνωστό : Εάν μετανόησε και έχει σκοπό να μαρτυρήσει, να μη ζητεί σταυρό αλλά τη δύναμη του Σταυρού και το όνομα του Θεού ας επικαλεσθεί εις βοήθειαν και άλλο τίποτε δεν του χρειάζεται.

Όταν τα άκουσε αυτά ο ευλογημένος Ιωάννης χάρηκε , πήγε στο σπίτι του αγά, έβγαλε τα τούρκικα ενδύματα και φόρεσε τα προηγούμενα ρωμαίικα. Έτρεξε στο δικαστήριο και εκεί ομολόγησε πως είναι Χριστιανός . Τι ακριβώς ειπώθηκε δεν ξέρουμε. Το μόνο που είπαν οι Τούρκοι ήταν πως έλεγε : δεν θέλω να ονομάζομαι Μεχμέτης αλλά Νάννος.

Ο μουλάς τον έστειλε αμέσως φυλακή. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα. Χαροποίησε τους Χριστιανούς και λύπησε τους μουσουλμάνους. Η «άρνησή» του έγινε στις 3 Μαΐου και η ομολογία του στις 27 του ιδίου μηνός.

Μαζεύτηκαν λοιπόν την επόμενη μέρα όλοι οι θρησκευτικοί και πολιτικοί άρχοντες της Σμύρνης και όλοι οι προεστώτες, σαν να επρόκειτο για κάποια σπουδαία βασιλική υπόθεση. Έμαθε ο άγιος για το συνέδριο και με τον υπηρέτη της φυλακής ζήτησε από τον πατέρα του την ευχή του. Ο πατέρας του ήθελε να τον επισκεφτεί στη φυλακή αλλά φοβόταν, γι’ αυτό του μήνυσε με το ίδιο πρόσωπο : ας έχει την ευχή του Χριστού και της Παναγίας και εμού του αμαρτωλού, η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να τον ενδυναμώσει να λάβει εκείνο που ποθεί. Μόνο να προσέχει μήπως αναφέρει τίποτε για μας και μας συμβεί κάποιος πειρασμός.

Τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν στη σύναξή τους, όπου ομολόγησε πίστη στον Χριστό και αρνήθηκε το Ισλάμ. Τότε άρχισαν όλοι οι σπουδαίοι και μεγάλοι άρχοντες και αξιωματούχοι της Σμύρνης να παρακαλούν και να κολακεύουν ένα παπουτσή , να του υπόσχονται μύρια αγαθά, άλλος χρήματα, άλλος ρούχα, ακόμα και αγά έταξαν να τον κάνουν. Τον συμπονούσαν δήθεν που θα έχανε τη νεότητά του, την ομορφιά του και τη ζωή του. Ο άγιος δεν πρόσεχε καθόλου τα λόγια τους, ο νους του ήταν στα άφθαρτα και ουράνια αγαθά.

Ένας αγάς τότε σηκώθηκε και λέει στους άλλους : Τούτοι οι Ρωμιοί είναι πολύ πεισματάρηδες, πρώτα αποφασίζουν τον θάνατό τους κι ύστερα τον πραγματοποιούν. Ακούστε τι θα κάνουμε. Είναι έτοιμο να φύγει ένα καράβι για το Αλιτζέρι ( Αλγερία), να τον ρίξουμε μέσα με άλλους τριακόσιους τούρκους , να πάει στο Αλιτζέρι. Τι θα κάνει, θέλοντας και μη θα μείνει τούρκος. Όλοι δέχτηκαν με θαυμασμό την πρότασή του. Ο άγιος μόλις το άκουσε φοβήθηκε πως θα χάσει το μαρτύριο, είδε το σχέδιο του διαβόλου να αποτραπεί η θανάτωσή του. Τι κάνει τότε ; Ζητάει δυο ημέρες διορία να σκεφτεί δήθεν καλύτερα, ώστε να φύγει το καράβι. Τον έκλεισαν πράγματι στη φυλακή για δυο μέρες. Μέσα από τη φυλακή ρωτούσε με αγωνία να μάθει τι γίνεται με το καράβι και μόλις έμαθε ότι έφυγε χάρηκε πολύ, έδωσε τα χρήματά του και το μαντήλι του σε ένα φτωχό συγκρατούμενό του και πέρασε όλη τη νύχτα με προσευχή και μετάνοιες.

Την άλλη μέρα , γύρω στο μεσημέρι, έγινε πάλι συνέλευση στο σπίτι του μουλά . Τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον πήγαν . Όλοι έτρεφαν την ελπίδα πως θα παραμείνει μουσουλμάνος.

Ο Άγιος τους απάντησε : Συλλογίστηκα καλά και έκρινα εύλογο να παραμείνω Χριστιανός και να ονομάζομαι Νάννος. Έμειναν όλοι εμβρόντητοι. Ο μουλάς τότε σηκώθηκε πάνω και του μέτρησε εκεί μπροστά σε όλους πεντακόσια φλουριά, το ίδιο και οι άλλοι έριξαν πολλά χρήματα

Ένας μάλιστα του έφερε μια πολύτιμη , ολόχρυση φορεσιά. Πάλι κολακείες, προτροπές, καλοπιάσματα. Ο άγιος σιωπούσε , ο νους του στον ουρανό. Του λένε : Φύγε από δω Μεχμέτης και πήγαινε όπου θέλεις και ζήσε όπως θέλεις, μόνο έβγα από δω μέσα Μεχμέτης .

Όχι, τους απαντούσε . Θέλω να βγω από δω μέσα και να ονομάζομαι Νάννος.

Βρε, του λένε, μη νομίσεις πως θα πεθάνεις αμέσως να γλυτώσεις. Έχουμε να σε βασανίσουμε ώσπου να πεθάνεις μέσα στα βασανιστήρια. Κι άρχισαν με μανία να τον σπρώχνουν για να τον κατεβάσουν στη φυλακή, ν’ αρχίσει το μαρτύριο.

Εν τω μεταξύ είχαν στείλει να φέρουν τον πατέρα του μήπως και καμφθεί. Ο πατέρας του φοβόταν και δεν ήθελε να πάει, όρμησαν να τον πάρουν με το ζόρι αλλά μεσολάβησαν κάποιοι γείτονες τούρκοι και τον άφησαν. Είπαν δε οι απεσταλμένοι ότι ο πατέρας του δεν είχε καμμιά σχέση μαζί του.

Ύστερα από όλα αυτά διατάχθηκε η αποκεφάλιση του Αγίου.

Προπορευόταν ο ντελάλης που διακήρυττε : Αυτά παθαίνει όποιος αρνείται την ορθή μας πίστη.

Ακολουθούσε ο μάρτυς με δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα. Όταν συναντούσε χριστιανούς του έλεγε : Συγχωρέστε με , Χριστιανοί κι ο Θεός να σας συγχωρέσει. Έφτασαν στο Σοάν παζάρι., όπου γίνονταν οι εκτελέσεις. Είχε συγκεντρωθεί τόσος κόσμος , Φράγκοι, Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένηδες, που οι τούρκοι αστυνόμοι που τον συνόδευαν αναγκάζονταν να ανοίξουν δρόμο για να περάσουν και ύστερα στάθηκαν ολόγυρα με τα ξύλα που κρατούσαν στα χέρια τους για να αναχαιτίζουν όλο εκείνο το πλήθος . Τον γονάτισαν στη μέση. Έβγαλε ο δήμιος το γιαταγάνι και το έπαιζε μπροστά του , ύστερα το ακούμπησε στο λαιμό του κι εκείνος γελούσε. Κατόπιν , ψιθυριστά στο αυτί του , τον προέτρεπε σε άρνηση. Ό άγιος μόνο με την κίνηση της κεφαλής έλεγε όχι. Τελικά τον αποκεφάλισε. Τότε όλο εκείνο το πλήθος όρμησε να δει το άγιο λείψανό του και όλοι ήθελαν να πάρουν κάτι. Άλλος βαμβάκι με αίμα, άλλος από τα ρούχα του, δίνοντας όσα χρήματα ζητούσαν οι φρουροί. Την άλλη μέρα επειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο να δώσουν, άρχισαν να του κόβουν τα δάχτυλα. Και, όπως έλεγαν, θα του έκοβαν και όλο το σώμα προκειμένου να πλουτίσουν. Το έμαθε κάποιος χριστιανός πλούσιος, Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος Μοσχοβίτης, ο οποίος είχε γνωριμία με τον επιτετραμένο γι’ αυτές τις υποθέσεις αγά, και με τρόπο αλλά και δίνοντας αρκετά χρήματα κατόρθωσε να πάρει έγγραφη άδεια ταφής του αγίου λειψάνου και να το θάψει ευλαβώς.

Για πολύ καιρό το μαρτύριο του αγίου Ιωάννου ήταν το θέμα συζήτησης μεταξύ των κατοίκων της Σμύρνης. Ακολούθησαν δε πολλά θαύματα.