Ορθόδοξη πίστη

3 μήνες από την μακαρία κοίμηση του Γέροντος Πολυκάρπου Μαντζάρογλου († 15 Ιουνίου 2012)

15 Σεπτεμβρίου 2012

3 μήνες από την μακαρία κοίμηση του Γέροντος Πολυκάρπου Μαντζάρογλου († 15 Ιουνίου 2012)

Προ τριάντα σχεδόν χρόνων, ήρθε ένας ξένος κληρικός, ένας άγνωστος, στη Θράκη και φύτεψε ένα δεντράκι με 8-10 αδύναμα κλαδιά στην εκκλησιαστική γη, κάτω από το άγρυπνο και δακρυσμένο βλέμμα του σοφού Ποιμενάρχη. Το δεντράκι με την ευλογία του Επισκόπου και το «καλό χέρι» του δεντροφυτευτή άρχισε να μεγαλώνη, να γίνεται πολύκλαδο και κατά την επωνυμία εκείνου, πολύκαρπο… Αγαπήθηκε από τον λαό της ακριτικής Θράκης και πέρασε με το χρόνο, μ’ ένα επίσημο όνομα στα εκκλησιαστικά δρώμενα ως Ιερό Κοινόβιο της Παναγίας του Έβρου.

Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος και άσημος ιερεύς, πού χάρισε στην τοπική Εκκλησία την εκπλήρωση μιας μακροχρόνιας ιερής προσδοκίας; Ήταν ένας ώριμος κατά την ηλικία, με περασμένα τα πενήντα, αλλά πού φαινόταν μεγαλύτερος. Ήταν σιωπηλός. Μιλούσε για όλα λίγο και για τον εαυτό του καθόλου. Ωστόσο φαινόταν ότι είναι ένας από εκείνους πού ο Θεός προώρισε να «βαπτιστή» με τη φωτιά των πειρασμών από την νεότητά του. Αν το όντως καλό καταδιώκεται από τα πνεύματα της κακίας, πού το υπηρετούν όσοι δεν γνωρίζουν να κρίνουν, τότε ήταν ένας αληθινός δούλος του Θεού, πού σ’ όλη του την ζωή έκανε το καλό.

Ήρθε στη μακρινή Νέα Μάκρη, γυρεύοντας να φυτέψη το δεντράκι και ν’ άποσυρθή από τους κόπους και την θλίψη της αδικίας και της απαξίωσης απ’ αυτούς πού κρίνουν εξ ιδίων και κατ’ όψιν. Μα δεν τα κατάφερε να κρυφτή! Ο λαός του Θεού, πάντα διψασμένος για την αλήθεια, τον ανακάλυψε με την αλάθητη διαίσθησή του. Βρήκε σ’ αυτόν τον σιωπηλό και συγκεντρωμένο στον εαυτό του ιερέα του Υψίστου, τον Πνευματικό Πατέρα και οδηγό πού αναζητούσε. Τον τίμησε ο συνετός και έμπειρος Επίσκοπος με μια καρδιακή οικειότητα και αγαστή συνεργασία, αφού πρώτα τον ζύγισε προσεχτικά με το ακριβοδίκαιο βλέμμα του.

Έτσι σύντομα και εντελώς φυσικά επιβλήθηκε στην τοπική κοινωνία ως «ο Γέροντας». Κι αυτό σήμαινε το παλαίμαχος, το ασφαλές και ορθόδοξο, ως και την παρηγοριά στα άπειρα προβλήματα της ζωής, πού δεν θέλουν απλώς λύση αλλά και στοργικό χειρισμό και συμπάθεια. Αβίαστα, σαν μια φυσιολογική ωρίμανση, «ο Γέροντας» έγινε σημείο αναφοράς και καθοδήγησης. Πρόσωπο εμπιστοσύνης και καταφύγιο. Εξομολόγος και σύμβουλος. Ο χρόνος σφυρηλάτησε τους ψυχικούς δεσμούς και η ειλικρίνεια και το πατρικό ενδιαφέρον του τους άγιασε.

Το Κοινόβιο αναπτύχθηκε στη φωτεινή του σκιά και οριοθετήθηκε από την ακραιφνή αγιορείτικη παιδεία του.

Με το Άγιον Όρος εκ νεότητος είχε συνάψει συμβόλαιο ιερής αφοσίωσης. Έτρεχε, πριν ακόμα σκεφθή, όπου υποψιαζόταν ανάγκη για βοήθεια πάσης φύσεως. Εξυπηρέτησε με ζηλο, πού έφθανε στην αυτοθυσία, τους αγιορείτες Πατέρες. Έκανε μεγάλες, πολύωρες πεζοπορίες φορτωμένος στην έρημο, όχι ως απλός προσκυνητής, αλλά ως ένας φιλότιμος, γνήσιος διακονητής. Φρόντιζε τις καλύβες, τις σκήτες, τους ερημίτες με την προθυμία και την ανιδιοτέλεια της πιο στενής συγγένειας. Κι εκείνοι, οι του Όρους οικισταί, τον θεωρούσαν «δικό τους». Έλεγαν: «ο Πολύκαρπος!» και ησύχαζαν… Ήξεραν ότι θ’ αναλάβη και θα διεκπεραίωση με τον καλύτερο και ταχύτερο τρόπο την υπόθεση. Προσεύχονταν οι ευεργετημένοι Πατέρες του Άθωνα για το Κοινόβιο του κι εκείνος τους θεωρούσε ευεργέτες γι’ αυτή τους την προσφορά και μυστική συμπαράσταση.

Εμείς, η Αδελφότητα της Παναγίας του Έβρου, ξέραμε καλά, από προσωπική αμεσότητα, πόσο εκτιμούσε και παραδέχονταν ολόκληρο το Άγιον Όρος τον μακαριστό μας Πατέρα. Κι αυτό ήταν ένα αντίβαρο στις αδικίες και δυσφημίσεις των καιρών. Ήταν μια εγγύηση, ότι ως γνήσιος χρυσός κεκαθαρμένος από προσμείξεις, περνούσε μέσα από την υψικάμινο των πειρασμών. Μιλούσαν για εκείνον με αγάπη και σεβασμό… Κι ήταν γέροντες πολιοί… Κι αυτός τέκνο τους ηλικιακά!

Πώς ήταν άραγε ο εν κρύπτω χαρακτήρας του; Ο απρόσιτος και άγνωστος αυτού του καλού της Εκκλησίας δουλευτή; Ήταν μια εξόχως ευγενισμένη φύση, πολυτάλαντη και σπάνια. Ηγετική φυσιογνωμία. Προικισμένος με διόραση. Έβλεπε εναργώς και προέλεγε αυτά πού ο χρόνος επικύρωνε, συχνά προς μέγιστο θαυμασμό και φόβο εκ μέρους μας… Ακούγαμε με προσοχή. Ο κάθε λόγος του είχε βαρύτητα, σημασία, προφητική δύναμη. Η κάθε πρόρρησή του, όσο παράδοξη κι απίθανη να πραγματοποιηθή φαινόταν, ήταν βέβαιο, με μαθηματική ακρίβεια, ότι έτσι ακριβώς θα συνέβαινε. Ο Θεός φώτιζε. Ο Θεός μιλούσε με το στόμα του και περιμέναμε με απόλυτη πίστη την επαλήθευση. Και ποτέ δεν μας διέψευσε η κατάληξη, αν και ήταν έξω από την αντοχή και λογική μας κι ευχόμασταν συχνά να μην πραγματοποιηθή, γιατί δεν ήταν ευχάριστη. Ακούγαμε με δέος και περιμέναμε… Σύντομα ή πολύ άργά παίρναμε με τα πιο σίγουρα γεγονότα την απάντηση.

Αγαπούσε τη γή και τη φρόντιζε με γνώση και επιμέλεια από ένα ιδιαίτερο φυσικό του χάρισμα κι όχι από κατάρτιση. Ήξερε τι δέντρα ευδοκιμούν και πώς καλλιεργούνται. Έπαιρνε πρακτικά μέτρα για την καρποφορία τους, πάντα αποδοτικά. Έβαζε ζωντανούς και ωραίους φράχτες από θάμνους και δέντρα, κατάλληλα να κόβουν τον αέρα και τα θαλάσσια ρεύματα και μέσα στο απάνεμο εξασφάλιζε την ευρωστία και την καλύτερη συγκομιδή. Όταν ένα δέντρο ήταν προβληματικό, δεν δίσταζε, αφού εξαντλούσε τις θεραπευτικές επινοήσεις του, να το αντικαταστήση μ’ ένα άλλο υγιές έγκαιρα, παρ’ ότι συναντούσε την δυσαρέσκεια και κάποια αποδοκιμασία μας…

Απεδείκνυε και μ’ αυτά την φιλοπονία και την φρόνηση, αλλά και τη σταθερή αποφασιστικότητα του. Έκανε με σκέψη τολμήματα που μας ξάφνιαζαν. Τελικά το αποτέλεσμα και πάλι τον δικαίωνε. Προχωρούσε στις καλλιέργειες με τις σύγχρονες τεχνικές με την άνεση ανθρώπου, πού παρακολουθεί την εποχή του. Ωστόσο ήξερε έως πού φθάνει η ωφέλεια της τεχνολογίας και ήταν αυστηρός και χωρίς συγκατάβαση πέραν του ορίου της ασφαλείας. Έτσι, ποτέ δεν επέτρεψε την χρήση του Διαδικτύου στα μοναστηριακά μας δεδομένα, διαβλέποντας κινδύνους ή έστω εισβολή ξένου πνεύματος προς την απράγμονα ζωή της ασκήσεως με στόχευση αποκλειστικά τον αγιασμό.

Πέρασε από ανάμεσά μας και άφησε ανεξίτηλη την υπογραφή του παντού ολόγυρά μας. Στους Ναούς, πού ευπρέπιζε με μεγάλη αγάπη και προσοχή, στις αυλές, πού γέμιζε τριανταφυλλιές και ορτανσίες κουβαλώντας τες συχνά από τη Βουλγαρία, στις βρύσες, πού εξασφάλιζαν το πότισμα και την ανθοφορία στα παρτέρια.

Τον θυμόμαστε πάντα φορτωμένο ογκώδη, βαριά δέματα ή πελώριες γλάστρες, όταν επέστρεφε από το κάθε ταξίδι του. Συχνά μετέφερε κυριολεκτικά στα χέρια για ασφάλεια τα κρυστάλλινα καντηλέρια των Ναών και τα επισμαλτωμένα ιερά σκεύη, με ό,τι κόστος συνεπάγεται αυτό…

Χαιρόταν να βλέπη τους Ναούς, όχι απλώς ευπρεπισμένους, αλλά κατά το μέτρον κεκοσμημένους. Η έλλειψη αλλά και η υπερβολή του ήταν αφόρητες. Άγρυπνος παρακολουθούσε τα πάντα στο Ναό και δεν επέτρεπε εκτροπές ή στην ανάγκη υποχωρούσε δυσαρεστημένος. Ο Ναός, ο κατ’ εξοχήν κύριος μοναστηριακός χώρος, η καρδιά της κοινοβιακής ζωής, ο τόπος της Μυσταγωγίας και της λατρευτικής Σύναξης, άξιζε όλη τη φροντίδα για την ιεροπρέπειά του και τη λειτουργία του. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος πού με πολύ κόπο και μεγάλα ταξίδια έψαχνε για άγια λείψανα, πού αποθησαύριζε προς ευλογία και φύλαξη της Μονής και του λαού. Ήταν αληθινή ευτυχία για εκείνον να κερδίση και το πιο ελάχιστο τεμάχιο από μυρόβλητο θεοχαρίτωτο λείψανο. Οι αγιορείτες Πατέρες γνωρίζοντας αυτή την ασίγαστη ιερή του έφεση, φρόντιζαν ν’ αποδεικνύουν τα αισθήματά τους μ’ αυτόν τον άριστο τρόπο.

Έκλαψε πολύ πικρά ο Πατέρας μας για την απώλεια ενός ατίμητου Σταυρού ευλογίας γεμάτου λείψανα Αγίων. Ουδέποτε συγχώρεσε τον εαυτό του, πού εμπιστεύθηκε με τόση αθωότητα και αφελότητα ψυχής, αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό σε χέρια αρπακτικά… Έως τέλους στέναζε γι’ αυτό και έψαχνε… Ίσως διατηρούσε ελπίδες…, μάλλον μ’ αυτές παρηγορούσε τον εαυτό του κι’ εμάς… Ο Ελεήμων Θεός και Δίκαιος γνωρίζει για όλα…

Ήταν όντως άμνησίκακος. Συγχωρούσε ολόψυχα και ποτέ δεν αναφερόταν, έστω με ανθρώπινη δικαιολογημένη πικρία, σε γεγονότα πού σφράγισαν με πυρακτωμένο σίδερο τη ζωή του. Συγχωρούσε και το ξέραμε, γιατί ήταν δύσκολο για μας, έστω κι αν κρατούσε αποστάσεις ασφαλείας για την Μονή. Ένα πράγμα τον απασχολούσε και έκανε ο,τι μπορούσε ακούραστα γι’ αυτό: η εξασφάλιση της Μονής πνευματικά και υλικά.

Απαιτούσε από εμάς σοβαρότητα και μοναχικό ήθος. Ο έλεγχός του ήταν συχνά ένα βλέμμα ή μια κίνηση αποδοκιμασίας, πού επανέφερε την τάξη. Ο ίδιος ήταν σοβαρός και αθόρυβος. Ο λόγος του άλατι ηρτυμένος. Δεν ανεχόταν ελαφρότητα, ελευθεριότητες ή οποιαδήποτε εκτροπή από την ευθεία και καθαρή τρίβο του Ευαγγελίου. Και μόνη η παρουσία του ενέπνεε εμπιστοσύνη και σέβας. Η πιο κοινή ερώτησή μας ήταν: «Το είπε ο Γέροντας;» ή «τί είπε ο Γέροντας;». Και η συνέχεια ήταν απαράβατος νόμος και ασφάλεια. Ούτε πολυπραγμοσύνη, ούτε ενασχόληση με την εντολή του. Έτσι γαλουχήθηκε η Αδελφότητα.

Για το Γέροντα ο ευλογημένος κόπος είναι ένα από τα θεμέλια της μοναχικής ζωής, ένα μέσον αγιασμού και μία απαραίτητη πορεία από την πρακτική στην πνευματική ζωή. Ο ίδιος, έως τέλους, παρά τις σοβαρές ασθένειες, εκοπίαζε, επιστατούσε, ήταν παρών υπερωριακά στις κοινές αγροτικές εργασίες.

Οι ελαιώνες για πολλούς μήνες φιλοξενούσαν την παρουσία του. Κι εμείς σ’ αυτό αποδίδαμε την πολύφορη καρποφορία τους, συχνά σε αντίθεση με όλη την γειτονική περιοχή.

Μα το πλέον χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η ελεήμων καρδία και η ολάνοιχτη δεξιά του.,. Έδινε, έδινε… μ’ έναν αυθόρμητο και για μας υπερβολικό τρόπο και επικίνδυνο για κοινοβιακή στέρηση. Ο ελεήμων, αδίστακτος και αδιάφορος για την μικροψυχία και απιστία μας, συνέχιζε να δίνη και ίσως εις πείσμα μας, περισσότερο απ’ όσο αρχικά σχεδίαζε. Ιλαρός δότης. Φυσικό του ιδίωμα, καλλιεργημένο μέσα στις συναλλαγές του με την φτώχεια και τα βιοτικά προβλήματα του κόσμου. Τον ανέπαυε αυτή η συνεχής και γεμάτη επινοήσεις τακτική και κατέκλυζε τους πάντες με «ευλογίες» εκ των καρπών και αγαθών της Μονής. Και ο Θεός του το ανταπέδιδε εκατονταπλάσια. Επί μια τριακονταετία είδαμε, ψηλαφήσαμε θέτοντες τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων και θαυμάσαμε την αντιπροσφορά του Θεού. Ως Αγαθός, κατά την αγαθή προαίρεση του Γέροντα και δοτική, εστάθη πιστός στον λόγο Του και απέδωσε την υπόσχεση… Η αιτία της ευλογίας και της υπερκάλυψης των βιοτικών αναγκών της μεγάλης πολυδάπανης εκ του αριθμού και της φιλοξενίας κοινότητος, ήταν ακριβώς εκείνος ο αφειδώς δίδων εν τω κρύπτω εκ της αριστεράς.

Πόσα δεν γνωρίζαμε! Τα περισσότερα… Τα ευχαριστήρια γράμματα και οι αυθόρμητες ομολογίες των ευεργετημένων ήταν η συνήθης πηγή της ενημέρωσής μας. Εμείς γνωρίζαμε μόνον όσα συσκευάζαμε τη εντολή του.

Άρχων κατά την ευγένεια της ψυχής και την μεγαλόφρονα γνώμη, παρά την άκρα του ταπείνωση και την αυτομεμψία.

Άρχων στους τρόπους, στις σχέσεις, στην προσωπική του ζωή, στις συναλλαγές του με όλους και με τους πλέον απλοϊκούς και άσημους. Ήταν μια αρχοντιά του πνεύματος σε συνδυασμό με μια σπάνια όξυνοια και μια φιλάνθρωπη προσήνεια. Επιβαλλόταν χωρίς κόπο ή πρόθεση. Κέρδιζε την παραδοχή και προχωρούσε σε μια πνευματική φιλία, σε μια ωραία καρδιακή κοινωνία.

Αξιοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο τις γνωριμίες και τις σχέσεις του υπέρ των εν περιστάσει και ανάγκη. Άπειρα, όσες και οι ημέρες της ζωής του, τα περιστατικά πού εξασφάλιζαν μια θέση εργασίας, μια νομική προστασία, μια σοβαρή εξυπηρέτηση, μια καλύτερη νοσηλεία, μια επιτυχία μετά από άκαρπες προσπάθειες, μια κοινωνική παροχή σκαλωμένη σε γραφειοκρατίες, μια επ’ αγαθώ εκδούλευση.

Νέοι, ώριμοι, γέροντες. Όλες οι ηλικίες και όλο το ανθρώπινο δυναμικό: γιατροί, έμποροι, στρατιωτικοί, αγρότες, μεροκαματιάρηδες, πλούσιοι, φτωχοί, όλοι στις δύσκολες ώρες, στα αδιέξοδα, χάρη στο χέρι του εύρισκαν μια πόρτα ανοιχτή, πού έβγαζε επιτέλους σε ξέφωτο.

Εδώ μπορούμε και ν’ απαριθμήσουμε τα αναρίθμητα και πλέον αλλογενή μεταξύ τους. Κίνδυνοι ζωής, κίνδυνοι ηθικοί, κίνδυνοι για δημεύσεις, φυλακίσεις, για πάσης φύσεως συμφορές, έπαιρναν το πιο αίσιο τέλος με την διαμεσολάβησή του στους ισχυρούς, κατάλληλους, ειδικούς και πάντα αφοσιωμένους φίλους του. Μια αλυσίδα ευεργεσιών. Μια αρχή και ένα τέλος, ένας τέλειος κύκλος κατά Θεόν σχέσεων. Πόσοι άραγε φοιτητές του οφείλουν το πτυχίο τους; Πόσοι δεν επιδοτήθηκαν μυστικά και δεν υποστηρίχθηκαν ηθικά; Εμείς ανακαλύψαμε ως καταξιωμένους επιστήμονες και επιφανείς, πάρα πολλούς, σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Και κάτι πού του έδινε μεγάλη χαρά και αναψυχή! Κάτι, πού ίσως δεν θα το περίμενε κανείς για έναν τόσο σοβαρό άνθρωπο με μια ρυτίδα ανάμεσα στα πυκνά του φρύδια, που σκέπαζαν την λάμψη της ματιάς του… Κι όμως ήταν αλήθεια! Τα παιδιά! Επικοινωνούσε μαζί τους μ’ έναν θαυμαστό τρόπο. Δρόμος συνάντησης η δική του αγία ποιότης και η παιδική καθαρότης. Τα παιδιά έβρισκαν κάτι σ’ αυτόν τον «Παππούλη», πού τα γοήτευε και τα ευχαριστούσε. Εμείς βλέπαμε έναν άλλο Γέροντα, ασυνήθιστα μεταμορφωμένο, σχεδόν να χαρίζη μ’ έναν νεανικό τρόπο γλυφιτζούρια σ’ αυτούς τους λιλειπούτιους φίλους του, πού σκαρφάλωναν στα γόνατά του, του φιλούσαν ηχηρά το χέρι και τον περιτριγύριζαν ενθουσιασμένοι…

Και το παράδοξο συνεχίζεται: Ακόμη και τα ζώα έδειχναν μια απίστευτη συμπεριφορά απέναντι του. Διαισθάνονταν ενδεχομένως την αγιότητα της αγάπης του γι’ αυτά και κρατούσαν ανάλογη στάση σεβασμού! Ο σκύλος της Μονής, ο και για μας πολλάκις επιθετικός και επικίνδυνος ή υπερβολικά εκδηλωτικός και ανεξέλεγκτος, μόλις τον έβλεπε, έτρεχε κοντά του, έσκυβε το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια, τα κρατούσε έτσι πού να θυμίζουν κάτι περισσότερο από υπόκλιση, μοναχική μετάνοια! Με πολύ σεβασμό και τάξη έπαιρνε το αυγό πού έκρυβε η παλάμη του και αποσυρόταν ευπρεπώς για τη συνέχεια… Πράγμα πού ουδέποτε έκανε σε κανέναν άλλον.

Ένα άγριο περιστέρι που φιλοξενήσαμε για ένα διάστημα στο περιστύλιο και τη στέγη της Μονής, όταν τον εντόπιζε στην αυλή, φτερούγιζε κοντά του ήσυχα, και ενώ εκείνος έβαζε στην παλάμη του λίγα σπυριά σιτάρι, το περιστέρι πήγαινε με μικρά επίσημα βήματα και τσιμπούσε ευλαβικά. Έχουμε αποθανατίσει φωτογραφικά την συνηθισμένη κι αποκλειστικά μόνον για εκείνον σκηνή.

Ο Γέροντας ταξίδευε συχνά. Του άρεσε και αναζητούσε αυτή την αναψυχή εντός κι έκτος της πατρίδος μας. Από αυτά τα ταξίδια του βλάστησαν άπειρα καλά. Όπου πήγε και στάθηκε, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Ρωσία, Συρία, έκανε το πιο ευγενικό και θεάρεστο έργο… Έφερε την ορθόδοξη παρουσία, την ευλογημένη παράδοση, την μαρτυρία της ανόθευτης ευαγγελικής ζωής. Ήταν αφορμές για ν’ άναζωπυρωθή η αγία φλόγα της πίστης και να επισύναψη τις ωραιότερες και ανθεκτικότερες σχέσεις του με τις ομόδοξες Εκκλησίες. Όλοι πήραν, όλοι ωφελήθηκαν και κατ’ έπέκτασιν αυτό το αγαθό σύστησε Μονές, χειροτόνησε κληρικούς, ευλόγησε το εξαγιαστικό έργο του Χριστού.

Έβλεπε μακριά. Ήταν σαν να παρακολουθούσε με το βλέμμα του τις εξελίξεις. Οι κινήσεις του ήταν προνοητικές. Έδειχνε ότι ζύγιζε τις καταστάσεις, στάθμιζε τα θετικά και τ’ αρνητικά και προχωρούσε κάνοντας το σταυρό του στο κατά Θεόν συμφέρον. Αναπλήρωνε την δική μας δειλία και ολιγωρία. Εμείς ποτέ δεν κρίναμε ως άμεσα απαραίτητο έναν δεύτερο πολύ μεγαλύτερο από τον υπάρχοντα Ναό. Αυτό μας προκαλούσε φόβο και αρνητισμό και μόνο ως σκέψη. Ήταν σαν να πέφταμε χωρίς λόγο στον ωκεανό… Εκείνος όμως, τον εκτιμούσε ως αδήριτη μοναστηριακή ανάγκη. Έβλεπε τον συνωστισμό στις αγρυπνίες και τις Κυριακές. Κάτι έπρεπε να κάνη γι’ αυτούς τους ευλαβείς, πού ήταν πολλοί και συνεχώς αυξάνονταν, πού ξύπνησαν νύχτα, έκαναν από την πόλη ένα μικρό ταξίδι ως τη Μονή, για να προσευχηθούν μαζί μας και ν’ αντλήσουν δύναμη για την καινούρια δύσκολη εβδομάδα…και τελικά τους επιφυλάσσαμε μια θέση στην αυλή ή στον πρόναο…

Βρήκε σύμμαχο τον Επίσκοπο και ξεκίνησε τον άθλο με τις ανυπέρβλητες οικονομικές δυσκολίες εν μέσω της δίκης μας ψυχρότητος και δυσπιστίας… Τον αφιέρωσε στους Τρεις Ιεράρχες, με τους οποίους τον συνέδεε ιδιαίτερη ευλάβεια, και έλεγε χαριτολογώντας σε κάποιον σκεπτικιστή για το εγχείρημα: «Γι’ αυτό βάλαμε τρεις Αγίους κι όχι έναν!». Κι όμως, παρά τις αμφιβολίες μας ο Ναός κτιζόταν, προχωρούσε, ανυψωνόταν, έπαιρνε την εξωτερική επιβλητική του μορφή, χωρίς τις προσχεδιασμένες και αναμενόμενες σταθμεύσεις. Με θαυμαστή σύμπραξη των τριών Μεγάλων, ο Ναός αναδεικνυόταν ως το μελλοντικό κόσμημα της περιοχής.

Τον παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον και μ’ ένα είδος ήρεμης ανησυχίας! Είπε κάποτε την αιτία… Ήθελε να προλάβη τα Θυρανοίξια! Βιαζόταν. Φοβόταν ότι δεν θα ζήση αυτή την μεγάλη ιερή χαρά… όπως κι έγινε. Ο Κύριός Του τον κάλεσε και εκείνος έφυγε! Ήταν το τελευταίο του ταξίδι… Σε κάθε ένα από τα προηγούμενα τον περιμέναμε να γυρίση… Τώρα μας περιμένει εκείνος να πάμε κοντά του. Επιβλέπει τον Ναό καλύτερα, δεν του διαφεύγει τίποτα απ’ όσα συντελούνται σ’ αυτόν και στις ψυχές μας.

Αυτός ήταν ο Πατέρας και Γέροντας μας στην επίγεια συμπορεία μας.

Όλα όσα καταθέτουμε είναι τόσο λίγα και αδικούν την αλήθεια και εκείνον. Τα καταθέτουμε με βαθειά συναίσθηση της ανεπάρκειάς μας, όχι ως μια προσπάθεια προβολής της πλούσιας σε δράση και αγαθά έργα ζωής του. Άλλωστε σε τι ωφελεί; Εκείνοι πού τον γνώρισαν ξέρουν περί του άνθρωπου του Θεού πολύ καλύτερα απ’ όσα γράφονται. Και είναι τόσοι πολλοί! Ούτε έχουν τα γραφόμενα σκοπό να τον γνωστοποιήσουν ευρύτερα. Δεν έχει ανάγκη από δόξα ή αναγνώριση. Ουδέποτε επεδίωξε αξιώματα και διακρίσεις, κι όταν του τα πρότεινε η Εκκλησία, τα αρνήθηκε με ταπείνωση. Πάντοτε απέφευγε την προβολή ως ματαιοδοξία και το ίδιο δίδασκε και σ’ εμάς. Ο λόγος αυτών πού γράφουμε, είναι ο πιο απλός και ανθρώπινος. Είναι η απότιση οφειλής προς τον Πατέρα. Ένας δακρυσμένος φόρος τιμής προς τον Πνευματικό μας οδηγό. Ένα «ευχαριστώ» σ’ εκείνον πού μας κατάρτισε μοναχικά και μας σκέπασε με την άγρυπνη φροντίδα του μια ολόκληρη ζωή. Σ’εκείνον πού χρωστάμε ό,τι καλό έχουμε κερδίσει με τις ευχές του σ’ αυτόν τον δύσκολο και άγιο δρόμο. Ένα «ευχαριστώ» και μαζί μια ολόψυχη αίτηση για συγχώρεση για όλες τις παραλείψεις, τα λάθη, τα πάθη, τις μικρότητές μας, πού τον έθλιψαν και του ανταπέδωσαν αυτό το πικρό και απαράδεκτο τίμημα στο «μάννα» με το οποίο μας έθρεψε.

Πάντα ήταν συμπαθής στην μετάνοιά μας, τώρα πολύ περισσότερο την κατανοεί και βλέπει τον πόνο για την στέρηση και τον απορφανισμό μας.

Ας παρηγορεί το πένθος της ψυχής μας κι ας ευλογήσει τον αγώνα μας. Ας είναι ένας μεσίτης ανάμεσα στον κόπο και την θλίψη της επίγειας ζωης μας και στον Θεό. Η τελευταία και πιο σημαντική διαμεσολάβηση του για την Αδελφότητα, εκείνο το δεντράκι πού φύτεψαν τα τίμια χέρια του, και τον λαό, πού τον γνώρισε και έκλαψε για την αιφνίδια αναχώρησή του.

Την ευχή του να έχουμε.