Άγιον ΌροςΕιδήσεις και ΑνακοινώσειςΟρθόδοξη πίστη

Ο αγιογραφικός οίκος των Ιωασαφαίων στη σκήτη Καυσοκαλυβίων (ίδρυση 1858): εικονογραφικά πρότυπα, απήχηση, επιδράσεις

26 Νοεμβρίου 2012

Ο αγιογραφικός οίκος των Ιωασαφαίων στη σκήτη Καυσοκαλυβίων (ίδρυση 1858): εικονογραφικά πρότυπα, απήχηση, επιδράσεις

Εισήγηση του π. Παταπίου Καυσοκαλυβίτου,

στην Στρογγυλή Τράπεζα: ΝΑΖΑΡΗΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ,

στα πλαίσια του Ζ Διεθνούς Συνεδρίου:

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ,

Θεσσαλονίκη, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού,

24 Νοεμβρίου 2012.

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι δυτικότροπες καλλιτεχνικές τάσεις στην αγιορειτική εκκλησιαστική ζωγραφική, που είχαν από τα τέλη του 18ου αι. αναφανεί στο Άγιον Όρος, αποκτούν μεγαλύτερη εμβέλεια. Έτσι, τα περισσότερα αγιορειτικά εικονογραφικά εργαστήρια, με κορυφαίο εκείνο των Ιωασαφαίων της σκήτης Καυσοκαλυβίων, από τα μέσα ήδη του 19ου αι, ακολουθούν τις γενικότερες τάσεις και προσανατολίζονται σταδιακά σε δυτικότροπες εκφράσεις, παρασυρόμενα, εκτός των άλλων, από τις αισθητικές προτιμήσεις των πολυπληθών Ρώσων παραγγελιοδοτών, μοναχών και προσκυνητών, που συνέρρεαν την εποχή εκείνη στον Άθωνα και οι οποίοι προτιμούσαν την οικεία σ αὐτούς αναγεννησιακή ρωσική εκκλησιαστική τέχνη. Στα εργαστήρια αυτά είναι χαρακτηριστικός ο συνδυασμός καθιερωμένων από την παράδοση εικονογραφικών τύπων, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις εμπλουτίζονται με την εισαγωγή νέων στοιχείων, προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις της εποχής, όπως είναι οι περιπτώσεις θεμάτων από την ρωσική εκκλησιαστική παράδοση. Το χρυσό βάθος, που τόσο μεγάλη θεολογική και καλλιτεχνική αξία έχει στις βυζαντινές εικόνες, ελάχιστα η καθόλου χρησιμοποιείται και αντικαθίσταται από ρόδινους η υποκύανους ουρανούς, κατά τα δυτικά πρότυπα.

Ο αγιογραφικός οίκος των Ιωασαφαίων που εγκαινιάζει κατά κάποιο τρόπο την περίοδο αυτή στον Άθωνα, γρήγορα θα εξελιχθεί σε «Σχολή Αγιογραφίας» και σε πρότυπο αγιογραφικής τέχνης, επηρεάζοντας μέσα από την καταξίωσή του αυτή, τους άλλους αγιογραφικούς οίκους των Καυσοκαλυβίων, καθώς και ορισμένα από τα εργαστήρια τόσο της γειτονικής σκήτης της Αγίας Άννης όσο και εκείνα της Νέας Σκήτης. Ιδρυτής του εργαστηρίου είναι ο Καππαδόκης μοναχός Ιωάσαφ (1832-1880). Το 1858 ο Ιωάσαφ ασκείτο στην καλύβη του Ευαγγελισμού της σκήτης της Αγίας Άννας, όπου παραδίδεται ότι έμαθε την αγιογραφική τέχνη αυτοδιδάκτως. Από την ανέκδοτη χειρόγραφη Ιστορία της αδελφότητας των Ιωασαφαίων μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο: Η αρχή της αγιογραφικής τέχνης κατά το έτος της εις την Ι. Σκήτην Αγίας Άννης αφίξεως ήτοι το 1858.

Την διήγησιν γράφω ως μοι είπεν ο Γέροντας Χρυσόστομος ιεροδιάκονος.

Τα χρόνια εκείνα ήρχοντο εις Άγιον Όρος πλήθος προσκυνηταί πανταχόθεν, ιδίως όμως εκ Βουλγαρίας, οίτινες ηγόραζον με αδράν τιμήν διάφορα εργόχειρα άνευ ουδεμιάς παρατηρήσεως⋅ προ πάντων δε εκκλησιαστικά, εικόνας διαφόρων αγίων επί ξύλου και χάρτου, σταυρούς, εγκόλπια αγίων, κλπ. τοιαύτα. Ιδού πως ήρχισαν και που έφθασαν.

Αφού έβλεπον (ότι) εξοδεύοντο περισσότερον αι εικόνες αγίων, μίαν ημέραν λέγει ο Γέροντας εις την συνοδίαν του, Αντώνιον και Χρυσόστομον αστειευόμενος: «Δεν αρχίζομεν και ημείς την ζωγραφικήν τέχνην να οικονομούμεθα; Ιδού όπου περνούν με τιμήν αι εικόνες».

«Ημείς δε (λέγει ο Χρυσόστομος) εγελούσαμε με τον Αντώνιον και του ελέγαμεν, σιώπα Γέροντα, μη μας ακούση κανένας και μας περιπαίζουν. Άνευ διδασκάλου ζωγραφική γίνεται; Δεν θα δυνάμεθα να εύγομεν έξω από την εντροπήν». Και άλλα πολλά του έλεγον αμφότεροι ίνα τον εμποδίσουν. Αλλ ἡ τόλμη του, το θάρρος και η ανδρεία της ψυχής ήσαν μεγάλαι, δεν ανεχαιτίζοντο κατ οὐδένα τρόπον. Και όσα του είπαμεν (λέγει) δεν μας ήκουσεν. Αλλά μίαν ημέραν ευρίσκει ένα ταβανοσάνιδον ελάτινον, κόπτει 3-4 σανιδάκια ισομέγεθα με χάρτινες εικόνες στάμπες, τα ητοίμασε, ξεσήκωσε μονογραμμή εξ αυτών και επειδή δεν είχε της ζωγραφικής χρώματα, έλαβε από την βαφήν όπου εχρωμάτιζον τα σφραγίδια και παρατηρών επισταμένως αντέγραφεν.

Εβίαζεν και ημάς (λέγει ο Χρυσόστομος) να ζωγραφίζομεν μιμούμενοι ταις στάμπες, καθώς έκαμνε ο ίδιος. Αντιτείναμεν πολύ, αλλ αὐτός άκαμπτος από την απόφασίν του. Μάλιστα δι ἐπιπλήξεων πατρικών μας προέτρεψεν (και) άκοντες αρχίσαμεν μιμούμενοι αυτόν εις αντιγραφάς. Επειδή δε μελανόν χρώμα δεν είχομεν (δεν χρειάζεται δια τα σφραγίδια τοιούτον), τας οφρύς (φρύδια) κατεσκευάζαμεν με μελάνη γραψίματος. Αλλά καίτοι επροφυλαττόμεθα ίνα μη διαδοθή εις την Σκήτην η νέα μας αυτοδίδακτος τέχνη, εν τούτοις εγνώσθη, και ήρχισαν οι εμπαιγμοί. Και δικαίως, διότι τις αποτολμά άνευ διδασκάλου να αρχίση τοιαύτην λεπτήν τέχνην; Ημείς όμως ελάβομεν πάντα προοφθαλμών και ουδόλως επροσέχαμεν εις τα λεγόμενα των ξένων αλλ ἐκοιτάζομεν επιμελώς την εργασίαν μας. Τέλος πάντων, κουτσά στραβά εκατορθώσαμεν και ταις τελειώσαμεν. Ύστερον μας επαρουσιάσθη άλλη δυσκολία εντροπής, πως να πωλήσωμεν και να είπωμεν ότι είμεθα ζωγράφοι τόσον έκτακτοι, άνευ ελαχίστου διδαχής παρά διδασκάλου. Τέλος, ελάβομεν όλα προοφθαλμών, μετέβημεν εις Καρυάς και ο Θεός οικονόμησε και τας επωλήσαμεν με καλήν τιμήν (η καλή τιμή ήτο ανά 3 – 4 γρόσια εκάστη).

Έκτοτε ελάβομεν οπωσδήποτε ολίγον θάρρος και εξηκολούθημεν την αυτήν νέαν μας εργασίαν με την πανταχόθεν ακριβήν παρατήρησιν των καλών έργων και αντιγραφήν αυτών⋅ συνάμα και ερωτήσεις από όλους τους ζωγράφους και όσον ο Θεός μας εβοήθει και εξοδεύοντο αι εικόνες, (και) οικονομούσαμεν τα προς το ζην αναγκαία τόσον περισσότερον και δραστηριότερον επιμελούμεθα ίνα καλωπίσωμεν αυτάς με πάσαν λεπτήν εργασίαν και καθαρότητα. Και φαίνεται ότι εξ αυτών εννόησε το μέλλον ο ζωγράφος όπου προείπομεν εν τη σημειώσει. Ώστε εις τρία έτη εφθάσαμεν τους κοινούς του Όρους ζωγράφους. Εζωγραφήσαμεν και δύο εικόνες ως μία πήχη ύψος δια την Λιτήν της Ι. Μονής Αγίου Παύλου, αξίας 15 φλωρία καισσαρικά. Αι εικόνες αύται εισέτι ευρίσκονται εκεί.

Αύτη εστάθη η τολμηρά και δυσχερεστάτη αρχή της αγιογραφίας μας.

Έτος 1876-1880.

Αι εργασίαι της ζωγραφικής επροόδευον, αι παραγγελίαι πλείσται από την Ι. Μονήν του Ρωσσικού Αγίου Παντελεήμονος προ πάντων, ήτοις ηγόραζε και απέστελνε εις Ρωσσίαν. Επώλει με αδράν τιμήν προς όφελός της. Τα εικονοσάνιδα κατεσκεύαζον εις την Ιεράν Μονήν εκ ξύλου κυπαρίσου μόνον, όχι εξ άλλου. Οι εν Ρωσσία ρώσσοι είχον εις μεγάλην υπόληψιν αυτό. Ήτο ο Σταυρός του Χριστού εξ αυτού. Επρομηθεύοντο αυτό εξ Ανατολής, Κρήτης κλπ. μέρη.

Ένεκα της μεγίστης καταναλώσεως των εικόνων ηργάζοντο πλείστοι ζωγράφοι εις τας Ι. Σκήτας, Κελλία και λοιπά αλλ ἡ προτίμησις των μεγάλων και επισήμων παραγγελιών ήτο του Οίκου μας. Δια τον λόγον αυτόν μέχρι των ετών τούτων οι Μαθηταί της ζωγραφικής ανέρχονται εις 28 τον αριθμόν, αλλ ἡ διαμονή των δεν ήτο εξ ίσου. Άλλοι μεν έχοντες αρχάς διέμενον μήνας 3, 6, 8, εν έτος, και οι μη έχοντες διόλου αρχάς, επί 3-4 έτη. Τα ονόματα και την καταγωγήν των μαθητών αυτών τε και μεταγενεστέρων εσημείωσα εις τον Α τόμον Καταλόγου των εικόνων, βιβλίο αριθ. 85 χειρόγραφον, τον οποίον συνέταξα με λεπτομερήν αρίθμησιν των κατασκευασθεισών εικόνων.

Η φήμη εξετείνετο μακράν, αι παραγγελίαι μεγάλαι, ο πλούτος έρρεε, οι φίλοι επληθύνοντο, οσημέραι οι επισκέπται πολλοί συχνότατοι. Όχι μόνον εξ Αγίου Όρους, αλλά και από μακρόθεν προσκυνηταί Ρώσσοι, Βούλγαροι και λοιποί διάφοροι εκεί εποίουν την διαμονήν των. Πολλάκις επαρουσιάζοντο αιφνιδίως και την 1 – 2ην ώραν της εσπέρας 5 – 10 άτομα. Ήσαν δε υποχρεωμένοι να τους δεχθώσι. Μάλιστα εάν προήρχοντο με οδηγόν εκ της Ι. Μονής του Ρωσσικού Αγίου Παντελεήμονος, χάριν των παρ αὐτῆς προμηθευθέντων παραγγελιών ιερών εικόνων, ήσαν υποχρεωμένοι άκοντες ηναγκάζοντο να δείξωσι φιλοφροσύνην…».

Χωρίς πάντως να θέλουμε να αμφισβητήσουμε τα παραπάνω λεγόμενα των ιδίων των Ιωασαφαίων περί του αυτοδίδακτου της τέχνης τους, θα πρέπει βάσιμα να υποθέσουμε σε μία «συνεργασία» του γέροντος Ιωάσαφ με τον γέροντά του, ζωγράφο μοναχό Χατζηγεώργη. Πιστεύουμε μάλιστα ότι ο Ιωάσαφ μαθήτευσε, έστω και ατύπως, στο εικονογραφικό εργαστήριο του Χατζηγεώργη του κελλίου Αγ. Δημητρίου Κερασιάς, όπου ασκήθηκε επί ένα περίπου έτος. Μία φορητή εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος, του έτους 1860, της πρώϊμης δηλαδή καλλιτεχνικής περιόδου του Ιωάσαφ, που είναι και το παλαιότερο μέχρι σήμερα έργο του Ιωάσαφ που έχουμε εντοπίσει και η οποία φυλάσσεται στο ναό του Αγ. Γεωργίου Νεοχωρίου Χαλκιδικής, συνδέεται από κάθε άποψη με εικόνα της Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου Γοργουπηκόου, που δωρήθηκε στον ίδιο ναό από τους ίδιους αφιερωτές με εκείνους της προηγούμενης εικόνας. Η δεύτερη αυτή εικόνα, του έτους 1861, φέρει την υπογραφή: «Χειρ Χατζή Γεωργίου μοναχού εκ της Κερασιάς». Είναι χαρακτηριστική η ομοιότητα των υπογραφών των δύο εικόνων, του Ιωάσαφ και του Χατζηγεώργη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι μετά τη σκήτη της Αγίας Άννης η συνοδεία μετακόμισε στο κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου της Κερασιάς, που βρίσκεται πλησίον του κελλίου του Χατζηγεώργη.

Το εργαστήριο δούλευε με εντατικό ρυθμό για να ικανοποιήσει τις πολυάριθμες παραγγελίες. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, ιστορήθηκαν σ αὐτό περισσότερες από 7.000 εικόνες, βάσει αρχειακών πηγών. Παράλληλα, το εργαστήριο γνώριζε από παντού την αναγνώριση: Το 1900, ο σουλτάνος Χαμίτ τίμησε την αδελφότητα με το χρυσό μετάλλιο καλών τεχνών και αργότερα με το παράσημο μετζητιέ τρίτης τάξεως, για τις καλλιτεχνικές εργασίες της σε διάφορες περιοχές της Τουρκίας, ενώ η βασιλική οικογένεια της Ρουμανίας φανερώνει την προτίμησή της για τα καλλιτεχνήματα των Ιωασαφαίων. .

Με το εργαστήριο των Ιωασαφαίων αρχίζει να επικρατεί το δυτικό φυσιοκρατικό καλλιτεχνικό ιδίωμα και ιδίως εκείνο της Ρωσοναζαρηνής λεγόμενης ζωγραφικής.

Στην βιβλιοθήκη της σημερινής καλύβης των Ιωασαφαίων σώζονται πολλά από τα λιθογραφικά αντίτυπα εικόνων που προέρχονταν από τη Ρωσία και που αποτελούσαν τα πρότυπα της τέχνης τους. Πρότυπα που με τη σειρά τους μιμούνται δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα. Τις λιθογραφίες αυτές προμηθεύονταν από την εκρωσισμένη ήδη μονή Αγ. Παντελεήμονος, τις ρωσικές σκήτες του Αγ. Ανδρέα και Προφήτου Ηλία αλλά και τα πολυάριθμα ρωσικά κελλιά του Αγίου Όρους. Οι παραγγελίες ήταν χιλιάδες και κυρίως η μονή Αγ. Παντελεήμονος διεδραμάτιζε το ρόλο του μεσίτη μεταξύ των εργαστηρίων και των Ρώσων, που συνήθως ήταν ευεργέτες η αγοραστές. Φαίνεται μάλιστα ότι τα εικονογραφικά εργαστήρια των Ελλήνων αγιορειτών, όπως αυτό των Ιωασαφαίων, υπερείχαν καλλιτεχνικά από τα αντίστοιχα των Ρώσων, γι αὐτό και οι Ρώσοι μοναχοί που προωθούσαν τα έργα αυτά στη Ρωσία η στους Ρώσους προσκυνητές προτιμούσαν να μην αναγράφονται τα ονόματα των Ελλήνων μοναχών στις εικόνες που ιστορούσαν, προκειμένου να φαίνεται ότι αυτές προέρχονταν από τα ρωσικά αθωνικά εργαστήρια.

Δεν θα πρέπει όμως να αποδώσουμε την πλήρη ευθύνη για την εισαγωγή της φυσιοκρατικής ρωσοναζαρηνής τεχνοτροπίας στον Άθωνα στους Ιωασαφαίους, καθώς – σύμφωνα με τον Κ. Καλοκύρη – «εγένοντο οι εργάται μιας τέχνης, η οποία ήδη προ αυτών ήτο οικεία εις τον Άθω». Ο Ο Καλοκύρης αναφέρεται στο γεγονός ότι η απόκλιση από παραδεδομένα στοιχεία της βυζαντινής ζωγραφικής δεν εθεωρείτο πάντοτε κακό η επιβλαβές προς την ορθόδοξη παράδοση.

Η πρώτη αντίδραση στη σταδιακή εγκατάλειψη της παραδοσιακής τεχνικής αλλά και τεχνοτροπίας ιστορήσεως των εικόνων και στην υιοθέτηση της δυτικότροπης ζωγραφικής της Ρωσοναζαρηνής σχολής από τα Αγιορειτικά εικονογραφικά εργαστήρια σημειώθηκε στο ίδιο το Άγιον Όρος. Σε μία επιστολή του έτους 1897 στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, το περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο «Αγιορείτης Μοναχός» που τηρεί την ανωνυμία του, επισημαίνει την παρακμή της αγιορειτικής εικαστικής παραγωγής και καταλογίζει ευθύνες στο ρωσικό εμπόριο. Τονίζει από τη μια την προτεραιότητα που πρέπει να έχει η διδακτική λειτουργία της εικόνας, σε σχέση με την καλλιτεχνική της διάσταση, και από την άλλη θεωρεί ως πρότυπα μερικά έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με την προϋπόθεση όμως οι αγιογράφοι να μην περιορίζονται «εις μηχανικήν και ξηράν απομίμησιν», αλλά, μέσα στο πνεύμα της βυζαντινής τέχνης, να δημιουργήσουν με ελευθερία την «ημετέραν αγιογραφίαν».

Στα 1922, η συνάντηση του Φωτη Κοντογλου, όταν βρέθηκε στα Καυσοκαλύβια – τον χώρο της καρδιάς του, σύμφωνα με τον ίδιο – τόσο με την βυζαντινή και πρώιμη μεταβυζαντινή τέχνη του Άθω όσο και με τούς διάσημους ζωγράφους Ιωασαφαίους – φορείς της νέας και αλλοτριωμένης από δυτικές και ρωσικές επιδράσεις εργοχειρικής και βιοτεχνικής τέχνης – θα αποβεί καταλυτική. Αντιγράφοντας στο λεύκωμά του Η τέχνη του Άθω (Αθήναι 1923) την τοιχογραφία της Αποκαθηλώσεως από το Κυριακό της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων (γ τέταρτο 18ου αι.), έργο του αγιορειτικού εργαστηρίου του ιερομονάχου Παρθενίου του εξ Αγράφων, έδειχνε με ασφάλεια σ ὅλους μας τον δρόμο της επιστροφής στην παράδοση.

 

http://agioritikoslogos.blogspot.gr

Δείτε φωτογραφίες των Ιωασαφαίων:

http://athosprosopography.blogspot.gr

 

Πηγή: agioritikesmnimes.blogspot.gr