Ορθόδοξη πίστη

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος

11 Ιουνίου 2014

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ: Τι του απεκάλυψε ο Κύριος

Apostolos PavlosΣτυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η κλήση του Παύλου

Το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους είναι και κατανοείται ως μυστήριο, η εξήγηση του οποίου προβλημάτιζε και προβληματίζει τον άνθρωπο. Ιδίως τον άνθρωπο που εισέρχεται στην πορεία του σχεδίου αυτού, που βιώνει δηλαδή προσωπικά το θέλημα του Θεού. Έτσι, φαίνεται περίεργο που ο Θεός επέλεξε ν’ αναδείξει σε σκεύος, όργανο εκλεκτό, έναν Εβραίο θεολόγο της διασποράς, για να κηρύξει τον Χριστό στα Έθνη. Ο Σαούλ, μάλιστα, ο Παύλος, υπήρξε ακόμα και «ζηλωτής», αυστηρός Εβραίος, με θαυμαστή δράση σκληρού διώκτη των μελών της Εκκλησίας, όπως ομολογεί ο ίδιος: «…καθ’ υπερβολήν εδίωκον την Εκκλησίαν του Θεού και επόρθουν αυτήν. Και προέκοπτον εν τω Ιουδαϊσμώ…περισσοτέρως ζηλωτής υπάρχων των πατρικών παραδόσεων» (Γαλ. 1,13-14).

Τρία έτη προετοίμαζε ο Ιησούς Χριστός τους δώδεκα Μαθητές και μαζί τους ένα ευρύτερο κύκλο μαθητών για την συνέχιση του έργου του. Οι Μαθητές άκουσαν την διδασκαλία του, τον είδανε να θαυματουργεί, παρακολούθησαν το πάθος του, τον αναγνώρισαν αναστημένο. Προπαντός, δεχθήκανε το υπεσχημένο άγιο Πνεύμα κατά την Πεντηκοστή, για να κατανοήσουνε όσα τούς είχε ειπεί, για να τους οδηγεί (αποκαλύπτει) «εις πάσαν την αλήθειαν» και να τους ενθαρρύνει στο έργο τους ως διαδόχων και συνεχιστών του:

«Ο Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος ημάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ιωάν. 14,26).

«Όταν έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. 16,13).

Ο προορισμένος για τα Έθνη κήρυκας, όμως, για την κατ’ εξοχήν εξακτίνωση της Εκκλησίας στα Έθνη, έξω από τον Ιουδαϊσμό της Παλαιστίνης και της διασποράς, προετοιμάσθηκε για το έργο του τελείως διαφορετικά. «πορεύου (= του είπε ο ίδιος ο Κύριος), ότι εγώ εις έθνη μακράν εξαποστελώ σε» (Πράξ. 22,21).

Και της προετοιμασίας προηγήθηκε με καταιγιστικό τυφλωτικό φως πρόσκληση, περί το 34/37 (;), ενώ έφιππος και με στρατιωτικό σώμα βάδιζε προς την Δαμασκό με σκοπό την σύλληψη χριστιανών. Τότε, «εξαίφνης», άστραψε πάνω του ισχυρό φως από τον ουρανό κι έπεσε στο έδαφος τυφλός (Πράξ. 9,3· 22,6). Συγχρόνως, άκουσε την φωνή του Κυρίου: «Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις;».

Έκπληκτος και τυφλωμένος ερώτησε για την προέλευση της φωνής και πήρε την απάντηση:

«εγώ ειμι Ιησούς ο Ναζωραίος, ον συ διώκεις» (Πράξ. 9,4-5· 22,7-8).

Από την φοβερή αυτή στιγμή ο Σαούλ παραδόθηκε στο Μυστήριο του Χριστού και ας μην το κατανοούσε. Πήρε αποφασιστικά τον δρόμο που θα τον οδηγούσε στον θεόπτη Παύλο, τον Απόστολο των Εθνών (οι Εβραίοι, της διασποράς ιδιαίτερα, ως Ρωμαίοι πολίτες, λάμβαναν και άλλο όνομα για τις ρωμαϊκές μόνο αρχές).

Η παράδοση του Σαούλ στο μυστήριο του Χριστού δηλώθηκε με την χωρίς δισταγμό ερώτηση του: «Τί ποιήσω, Κύριε;» (Πράξ. 22,10). Υπενθυμίζει την παράδοση στο ίδιο μυστήριο της παρθένου Μαριάμ την ώρα του Ευαγγελισμού («ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»: Λουκ. 1,38). Δέχθηκε την εντολή του Κυρίου να φθάσει «χειραγωγούμενος» στην Δαμασκό κι εκεί να του λεχθεί ό,τι από τον Θεό έχει ορισθεί να πράξει. Παράλληλα, όργανο του μυστηρίου του Χριστού επιλέχθηκε ο καλός χριστιανός της Δαμασκού Ανανίας, που σε όραμα έλαβε εντολή να επισκεφθεί τον Παύλο, να του αποδώσει την όραση και να τον βεβαιώσει ότι θα πληρωθεί Πνεύματος Αγίου, θα βαπτισθεί και θα γνωρίσει το θείο θέλημα.

«Είπε δε προς αυτόν (= τον Ανανία) ο Κύριος· πορεύου, ότι (= ο Σαούλ) σκεύος εκλογής μοι έστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών… Εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν… Απήλθε δε Ανανίας… και επιθείς επ’ αυτόν τας χείρας είπε· Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδώ ή ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος άγιου… και αναστάς (= ο Σαούλ) εβαπτίσθη…»(Πράξ. 9,15-18).«Ο δε (= Ανανίας) είπε· ο Θεός των πατέρων ημών προεχειρήσατό σε γνώναι το θέλημα αυτού και ιδείν τον δίκαιον και ακούσαι φωνήν εκ του στόματος αυτού, ότι έση μάρτυς αυτώ προς πάντας ανθρώπους ων εώρακας και ήκουσας» (Πράξ. 22,14-15). Η αποστολή του Ανανία αποτελεί το πρώτο στάδιο προετοιμασίας του Αποστόλου των Εθνών, την ενημέρωσή του για το μυστήριο του Χριστού: ότι ο Κύριος θα του υποδείξει τί θα του συμβεί, ότι θα δεχθεί το άγιο Πνεύμα, ότι θα γνωρίσει εκείνον που εκπλήρωσε το θείο θέλημα (= τον Χριστό) και θ’ ακούσει από το ίδιο του το στόμα ό,τι αφορά στην άποστολή του. Τότε ο Σαούλ βαπτίσθηκε· ήταν έτοιμος να δεχθεί το άγιο Πνεύμα, που του αποκάλυψε τον άγνωστό του Ιησού Χριστό. Με το «ηυδόκησεν ο Θεός… διά της χάριτος αυτού αποκαλύψαι τον Υιόν αυτού εν εμοί, ίνα ευαγγελίζωμαι αυτόν εν τοις έθνεσι» (Γαλ. 1,15-16), «ημίν δε απεκάλυψεν ο Θεός διά του Πνεύματος· το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά» (Α’ Κορ. 2,10).

Η ενέργεια του αγίου Πνεύματος (και δη η αποκαλυπτική) στον Σαούλ κατέστη δυνατή, όταν με το βάπτισμα μεταστοιχειώθηκε ο ίδιος σε ναό, στον οποίο «κατοίκησε» το άγιο Πνεύμα. Ο Παύλος δεν εκστασιάσθηκε, δεν είχε την διαδικασία της εκστάσεως, της εξόδου από τον εαυτό του, όπως την εννοεί π.χ. ο Πλάτωνας και δη ο Πλωτίνος (Εννεάδες Γ 8 και ΣΤ’ 7, 9). Ο Παύλος δύο φορές χρησιμοποιεί την λέξη «έκστασις» (Πράξ. 11,5′ 22,17), για να δηλώσει ότι εν εγρηγόρσει είδε το όραμα· όχι ότι εξήλθε του κακού εαυτού του χάριν υψηλότερης εμπειρίας. Όλες οι πνευματικές διεργασίες και η αποκάλυψη συντελούνται εντός του, εντός του ανθρώπου, όσο η καρδία ελευθερώνεται από το σκότος της αμαρτίας (Ρωμ. 1,21).«Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν ημίν;» (Α Κορ. 3,16 και 6,19). Και η ιδία η πίστη στον Χριστό ως Θεό (Κύριον) και Σωτήρα είναι αποτέλεσμα ενεργείας του αγίου Πνεύματος. Το γεγονός της αποκαλύψεως στον άνθρωπο και της πίστεώς του βρίσκονται σε σχέση αιτίου και αιτιατού, αλλά και σε πλήρη αλληλοεξάρτηση. Γι’ αυτό η ομολογία (πίστη) ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος (δηλαδή Θεός) είναι αποτέλεσμα ενέργειας του αγίου Πνεύματος. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριος Ιησούς ει μη εν Πνεύματι αγίω» (Α Κορ. 12,3).

Η προσωπική στον Παύλο αποκάλυψη του Χριστού, του Ευαγγελίου και της αποστολής του

Εφόσον χωρίς την ενέργεια του αγίου Πνεύματος είναι αδύνατο να γνωρίσει και να θεολογήσει κάποιος για τον Χριστό και το έργο του, έπεται ότι το Ευαγγέλιο που ο Παύλος κήρυττε, η θεολογία του δηλαδή, οφείλεται σε αποκάλυψη. Δεν δίσταζε να ομολογεί ο ίδιος ότι είχε Πνεύμα Θεού.«Δοκώ δε καγώ Πνεύμα Θεού έχειν» (Α Κορ. 7,40). Θεωρούσε το γεγονός της αποκαλύψεως τόσο ιερό και τόσο μυστηριακό, που δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτό, ένεκα της άκρας ταπεινοφροσύνης του, ένεκα του φόβου να τον υπερτιμήσουν και του κινδύνου να τον παρεξηγήσουν ως καυχησιολόγο. Αποφασίζει όμως να μιλήσει για τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις που δέχθηκε, σχεδόν να καυχηθεί, μόνο και μόνο γιατί κάποιοι κήρυτταν Χριστό διαφορετικό από τον πραγματικό. Αυτοί διέδιδαν μεταξύ των πιστών των εκκλησιών, που ο ίδιος είχε ιδρύσει, ότι ο ίδιος δεν έχει την αυθεντία που έχουν όσοι υπεραπόστολοι-μαθητές γνώρισαν τον Κύριο προσωπικά.

Τελειώνοντας το 56/57, την Β’ προς Κορινθίους Επιστολή του, αναφέρεται με πόνο και παράπονο σε «οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου», που συνέβησαν «προ ετών δεκατεσσάρων», περί το 42/3 δηλαδή. «Ηρπάγη» στον παράδεισο και άκουσε και είδε καταστάσεις δυσπερίγραπτες. Αυτές μάλιστα οι αποκαλύψεις, για τις οποίες και μόνο καυχάται -ενώ δεν καυχάται για τον εαυτό του-, υπήρξαν κατά καιρούς πολλές («τη υπερβολή των αποκαλύψεων»: Β’ Κορ. 12,1-10). Στην Α’ Κορ. βεβαιώνει ότι το κήρυγμά του το αποκάλυψε ο Θεός με το άγιο Πνεύμα, «Ημίν δε απεκάλυψεν ο Θεός διά του Πνεύματός του» (2,10), ενώ στην Β’ Κορ. λέγει ότι του μιλάει εντός του ο ίδιος ο Χριστός: «…δοκιμήν ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού»(13,3).

Αναγκάζεται, ακόμα, να δηλώσει ότι σε σύγκριση με τους γνωστούς Αποστόλους-Μαθητές του Κυρίου δεν «υστέρησε» σε τίποτα («ουδέν»), ότι έπραξε και υπέστη τα του αποστολικού αξιώματος με το παραπάνω (Β’Κορ. 12,11-13).

Το ίδιο πρόβλημα, τις ίδιες εις βάρος του σπερμολογίες, τις αμφισβητήσεις δηλαδή της αυθεντικότητας του κηρύγματός του και της αποστολικότητάς του, είχε ν’ αντιμετωπίσει στα μέλη της Εκκλησίας της Γαλατίας, λίγο ενωρίτερα. Και τότε αναγκάσθηκε να υπερασπισθεί την γνησιότητα του κηρύγματός του (=«Ευαγγελίου» του), παραθέτοντας με σαφήνεια και στοιχεία προσωπικά, όσο και αν του ήταν δύσκολο. Δηλώνει στους Γαλάτες (1,15-16) ότι τον κάλεσε στο έργο του ευαγγελισμού ο ίδιος ο Θεός και Αυτός του αποκάλυψε «τον Υιόν αυτού», τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και το Ευαγγέλιο του Παύλου, η διδασκαλία του, δεν αποτελεί έργο ανθρώπου, δεν το παρέλαβε από άνθρωπο και δεν του το δίδαξε κάποιος – όπως το διδάχθηκαν οι Μαθητές του Κυρίου. Τονίζει με έμφαση ότι το έλαβε με αποκάλυψη Ιησού Χριστού.

«Γνωρίζω γαρ υμίν, αδελφοί, το Ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστιν κατά άνθρωπον. Ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό, ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού»(Γαλ. 1,11-12).

Για να πείσει τους δύσπιστους Γαλάτες, παραθέτει και άλλα προσωπικά ιστορικά στοιχεία, από τα οποία σημειώνουμε δύο. Το πρώτο, ότι μετά την κλήση του στην Δαμασκό και την βάπτισή του δεν επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα, ώστε να τον διδάξουν εκεί το Ευαγγέλιο οι «προ» αυτού Απόστολοι. Αντίθετα έφυγε για την Αραβία (Γαλ. 1,17), όπου είχε την προσωπική πνευματική του προετοιμασία, με «υπερβολή» μάλιστα αποκαλύψεων.

Το δεύτερο ιστορικό στοιχείο αποτελεί, παρά την πρακτικότητά του, θεμελιώδες κριτήριο γνησιότητας του παυλείου Ευαγγελίου, αλλά και αρχή πολυσήμαντη για την γνησιότητα της συνεχώς αναπτυσσόμενης παραδόσεως. Αναφέρει, λοιπόν, ότι τα Ιεροσόλυμα επισκέφθηκε τρία έτη μετά την κλήση του και την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, με σκοπό να γνωρίσει («ιστορήσαι Κηφάν») τον Πέτρο και μαζί τον Ιάκωβο (Γαλ. 1,18-19), στους οποίους ασφαλώς εξέθεσε ό,τι αποκαλυπτικά γνώριζε για τον Χριστό. Και σε νεώτερη επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα, 14 έτη αργότερα (όταν έγινε η αποστολική Σύνοδος), συνήντησε τους Ιάκωβο, Πέτρο και Ιωάννη, όπως και άλλους στυλοβάτες της Εκκλησίας, στους οποίους παρουσίασε («ανεθέμην») την διδασκαλία, το Ευαγγέλιο δηλαδή που κήρυττε στα Έθνη. Αφού τον άκουσαν «κατ’ ιδίαν», δεν είχανε τίποτα να προσθέσουν («ουδέν προσανέθεντο»). Το Ευαγγέλιο που κήρυτταν εκείνοι που γνώρισαν καλά και άκουγαν τρία έτη τον Χριστό και που ήσαν παρόντες στην Πεντηκοστή, το ίδιο κήρυττε και ο Παύλος. Αυτό που αργότερα διδάχθηκε με προσωπική αποκάλυψη ο Παύλος συμφωνούσε απόλυτα με αυτό που ενωρίτερα γνώριζαν οι Μαθητές του Κυρίου.

«Έπειτα, μετά τρία έτη (= μετά την Αραβία) ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Κηφάν και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δεκαπέντε. Έτερον δε των Αποστόλων ουκ είδον ει μη Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου» (Γαλ. 1,18-19).

«Έπειτα, διά δεκατεσσάρων ετών, πάλιν ανέβην εις Ιεροσόλυμα… ανέβην δε κατά αποκάλυψιν. Και ανεθέμην αυτοίς το ευαγγέλιον ο κηρύσσω εν τοις έθνεσι, κατ’ ιδίαν δε τοις δοκούσιν… εμοί γαρ οι δοκούντες ουδέν προσανέθεντο… και γνόντες την χάριν την δοθείσάν μοι, Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι, δεξιάς έδωκαν εμοί και Βαρνάβα κοινωνίας» (Γαλ. 2,1-9).

Αναμφίβολα, το Ευαγγέλιο του Παύλου ήταν ευρύτερο από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, διότι ο Παύλος όφειλε να θεολογήσει ευρύτερα, βαθύτερα και αναλυτικότερα, ένεκα των προκλήσεων των ακροατών του. Η απάντησή του στις προκλήσεις, η θεολογία του δηλαδή για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού, επειδή ήταν αποτέλεσμα καθοδηγήσεως του αγίου Πνεύματος, όπως τόσες φορές βεβαίωνε (π.χ. Α Κορ. 2,10· 7,4· 12,13), αναγνωρίσθηκε ως σύμφωνη με το Ευαγγέλιο των Μαθητών του Κυρίου. Μολονότι το κήρυγμα (θεολογία) του Παύλου ήταν αυξημένο, σε σύγκριση με το απλούστερο των πρώτων Μαθητών, αποτελούσε αλήθεια γνήσια και ως τέτοια δεν μπορούσε να είναι αντίθετη ή διάφορη εκείνης που εξαρχής είχε προσφερθεί. Ο Παύλος, πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας, προσέφερε, χάριν σωτηρίας των πιστών, αυξημένο κήρυγμα, απόλυτα ομόλογο προς το αρχικό.

Γι’ αυτό και ό,τι στην πορευόμενη και ζώσα παράδοση της Εκκλησίας θα προσφέρεται θεολογικά, εάν είναι ομόλογο προς την προγενέστερη παράδοση και εάν συνιστά εμβάθυνση στην ίδια αλήθεια, θα υιοθετείται από την Εκκλησία και θα ενσωματώνεται στην διδασκαλία της. Αυτονόητο είναι όμως ότι το νέο μπορεί να είναι ομόλογο προς το αρχικό και να συνιστά συνέπειά του, μόνο εάν οφείλεται σε φωτισμό του αγίου Πνεύματος, διότι μόνο Αυτό γνωρίζει την άκτιστη θεία αλήθεια και μόνο Αυτό την φανερώνει, στο βαθμό πάντα που είναι αναγκαία για την σωτηρία του ανθρώπου.

Τα εφόδια του Παύλου

Επιγραμματικά είδαμε το πως της κλήσεως του Παύλου και την διαρκή Πεντηκοστή του, ώστε να γνωρίζει όλο και βαθύτερα το μυστήριο του Χριστού χάριν της σωτηρίας των μελών της Εκκλησίας των Εθνών. Η Πεντηκοστή του όμως, οι ιερές αποκαλύψεις του, δεν είχαν δική τους γλώσσα και δομές. Αυτά, στοιχεία κτιστά και ανθρώπινα, τα είχε πλούσια και τα χρησιμοποιούσε αριστοτεχνικά, για να εκφράσει την αποκαλυφθείσα αλήθεια και να της δώσει μορφή τέτοια, που να γίνεται, κατά το ανθρώπινο τουλάχιστον, κατανοητή, χωρίς η γλωσσική μορφή και οι δομές να φαλκιδεύουν την άκτιστη αλήθεια.

Τα ανθρώπινα αυτά στοιχεία είναι η ευρεία παιδεία, ελληνιστική και φιλοσοφική, που ευτύχησε ν’ αποκτήσει στην πατρίδα του Ταρσό της Κιλικίας, περίφημο για την εποχή πνευματικό κέντρο μεγάλης ακτινοβο-λίας, όπου έδρασαν φιλόσοφοι (όπως ο Αθηνόδωρος) και ρήτορες. Η φιλοσοφική νεοστωϊκή παράδοση του Αθηνοδώρου του Κορδυλίωνα (1ος αι. π.Χ.) ήταν πολύ έντονη στην Ταρσό, όπου σπούδασε ο Παύλος με την οικονομική άνεση του πατέρα του, που είχε και τα προνόμια του Ρωμαίου πολίτη.

Παράλληλα, φιλομαθής και οξύνους, θα έμαθε πολλά για την ελληνορωμαϊκή θρησκεία και τα ανατολικά θρησκεύματα. Φυσικά, η πρώτη παιδεία του, ως τέκνο παραδοσιακής εβραϊκής οικογένειας, αποκτήθηκε στους κόλπους της Συναγωγής, αλλά στην συνέχεια σπούδασε ραββινική ερμηνεία στον περίφημο ραββίνο Γαμαλιήλ Α’, που δίδασκε στα Ιεροσόλυμα. Γνώρισε πολύ καλά την Παλαιά Διαθήκη και γενικά την ιουδαϊκή γραμματεία, ώστε να θεωρείται διδάσκαλος κι ερμηνευτής των Γραφών, άρα θεολόγος και μάλλον Φαρισαίος.

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ως χριστιανός μετά γνωρίζει να ερμηνεύει την ΠΔ στο φώς του μυστηρίου του Ιησού Χριστού και να αναλύει -πρώτος με τόση σαφήνεια- την επαλήθευση των προφητειών στο πρόσωπο του Χριστού και στην Εκκλησία. Είναι όμως και θαυμαστό ότι ενίοτε χρησιμοποιεί άνετα στωϊκή ορολογία (ελευθερία, συνείδησης), μολονότι βεβαιώνει ότι κηρύττει Χριστό «ουκ εν σοφία λόγου» (Α’ Κορ. 1,17). Σημαντικότερο είναι ότι αποδεικνύεται δημιουργικός και ταλαντούχος χρήστης της ελληνιστικής γλώσσας, της οποίας γνωρίζει πολύ καλά τα σχήματα και τους νόμους, αλλά της δίνει τη δική του έντονη προσωπική σφραγίδα. Δίκαια γίνεται λόγος για παύλεια γλώσσα, που υπερβαίνει την λεγόμενη «κοινή» ελληνιστική.

Τον εσταυρωμένο και αναστάντα μόνο κηρύττει έναντι των Εβραίων, των σοφών Ελλήνων και του ευδαιμονικού περιβάλλοντος

«Ου γαρ έκρινα τι είδέναι εν υμίν ειμή Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον» (Α’ Κορ. 2,2). «Πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη» (Α’ Θεσσ. 4,14). «Εν νόμω ουδείς δικαιούται» (Γαλ. 3,11). «Τέλος γαρ νόμου Χριστός» (Ρωμ. 10,4).

Στα δύο πρώτα χωρία έχουμε την μοναδικότητα του Χριστού, θανόντα και αναστάντα, έχουμε το θεμελιώδες κίνητρο του κηρύγματος και της θεολογίας του Παύλου, αλλά και το απόλυτο κέντρο του όλου έργου του. Ο ίδιος απορροφάται από το μυστήριο του Χριστού, ζει εν Χριστώ (Γαλ. 2,20) και για τον Χριστό, που τον κάλεσε να εργασθεί ως απόστολος του. Το Ευαγγέλιο του Θεού που κηρύττει είναι «περί του Υιού αυτού» που ενηνθρώπησε («γενομένου εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα»: Ρωμ. 1,2-3).

Συνεπής προς την κλήση του και από βαθιά ευγνωμοσύνη αφοσιώνεται άχρι θανάτου στην παρουσίαση του Χρίστου ως του Μεσσία και του Σωτήρα των Προφητών και συγχρόνως εκφράζει την εμπειρία που βιώνει εν Χριστώ. Απολογείται κι εξηγεί το γιατί, όντας αυστηρός Εβραίος εκείνος και μάλλον Φαρισαίος, ακολούθησε τον Χριστό κι έγινε μέλος της Εκκλησίας του. Στο έργο του Παύλου δηλαδή ενυπάρχει η απολογία της αποδοχής του Χριστού, της μεταστροφής του, όπως αυτή χαρακτηρίζεται. Γνωρίζοντας καλά την ΠΔ και δη τους Προφήτες, αλλά και βιώνοντας το μυστήριο του Χριστού, εξηγεί επίμονα, κυρίως για τους Εβραίους, τον ρόλο του Νόμου (ΠΔ) ως παιδαγωγού (Γαλ. 3,24) και σκιάς των μελλόντων, εκείνων που θα έρχονταν με τον Χριστό (Έβρ. 10,1). Ο ρόλος του Νόμου τελειώνει με το έργο του Χριστού (Ρωμ. 10,4), διά του οποίου μόνο -και όχι διά του Νόμου- πραγματώνεται δικαιοσύνη και σωτηρία (Ρωμ. 3,20-21 και 28· Γαλ. 2,21 και 16· 3,11).

Οφείλει ακόμα να εξηγήσει -και είναι ο πρώτος που θεόπνευστα το επιχειρεί- ότι το λυτρωτικό έργο του Σωτήρα Ιησού Χριστού συνεχίζεται στους αιώνες – διακονείται, μετά την Ανάληψή του, από τους Αποστόλους-διαδόχους του και πραγματώνεται στο μυστήριο της Εκκλησίας. Πραγματώνεται στην Εκκλησία, διότι αυτή αποτελεί σώμα, του οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Χριστός (Εφεσ. 1,2· 2,3) και μέλη «εκ μέρους» οι πιστοί όλοι, καθόσον μετέχουν ρεαλιστικά του μυστηρίου της Ευχαριστίας (Α’ Κορ. 10,16-17· 11,23-24,26), καθόσον δηλαδή μετέχουν του ευχαριστιακού άρτου και του οίνου, που είναι η αγιασμένη και θεώμενη ανθρώπινη φύση του Χριστού. Το μυστήριο τούτο, βεβαιώνει, παρέλαβε από τον ίδιο τον Κύριο και το παραδίδει στους πιστούς (Α’ Κορ. 11,23).

Αλλ’ εάν ήταν δύσκολο να πείσει τους συμπατριώτες του ότι ο Ιησούς Χριστός αποτελεί την εκπλήρωση των προφητών-επαγγελιών και ότι ο Νόμος της ΠΔ δεν σώζει, το ίδιο δύσκολο ήτανε και να δεχθούν οι Έλληνες και γενικά οι εθνικοί αντί του φιλοσοφικού λόγου τον θείο και προαιώνιο Λόγο, τον Υιό του Θεού Πατέρα, τον σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό. Οι διωγμοί του Παύλου, ιδιαίτερα από τους συμπατριώτες του, οι κατατρεγμοί, οι φυλακίσεις, οι απειλές για θανάτωση, οι ραβδισμοί, ακόμα και ο μαρτυρικός του θάνατος, φαίνονται αυτονόητοι, αφού εργάστηκε καρποφόρα ως όργανο θεήλατο για την ανατροπή της πνευματικής καταστάσεως του κόσμου και την μετα-στοιχείωσή του σε Εκκλησία Χριστού.

Η ανατροπή, μάλιστα, την οποία επιδίωξε ο Παύλος, δεν απαιτούσε μόνο νοησιαρχική μεταστροφή, αποδοχή με τον νου άλλης ιδέας. Απαιτούσε πολύ περισσότερο μεταστροφή και αναδημιουργία όλου του ανθρώπινου είναι, ριζική αλλαγή τρόπου ζωής, ανάπλαση του ανθρώπου σε καινή κτίση με απόλυτο πρότυπο τον Χριστό (τον νέο Αδάμ) και εν Χριστώ. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας, με την δύναμη του άρτου και του οίνου της θείας Ευχαριστίας, αλλά, συγχρόνως, και με τον προσωπικό πνευματικό-ασκητικό αγώνα του πιστού. Το τελευταίο τούτο, επόμενο ήταν για τις επικρατούσες ευδαιμονιστές-υλιστικές αντιλήψεις όλων των εποχών, να συνιστά τεράστιο εμπόδιο για την αποδοχή κι εφαρμογή της διδασκαλίας του αποστόλου Παύλου.

Και δεν είναι τυχαίο ότι ο θεόπτης και πνευματοφώτιστος Παύλος έγινε και ο πρώτος θεολόγος του καθημερινού βίου των πιστών. Όλες οι εκφάνσεις και πρακτικές πλευρές της ζωής των ανθρώπων έπρεπε ν’ αλλάξουν σύμφωνα πλέον με το αποκεκαλυμμένο θέλημα του Θεού και προπαντός με κριτήριο την απόλυτη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς τον Θεό αλλά και προς τον πλησίον του άνθρωπο. Γι’ αυτό και, όσο δύσκολο και αν ήταν, μίλησε κι έγραψε για πολλά -τα πιό αναγκαία- πρακτικά ζητήματα, όπως είναι η προσευχή, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, η περιουσία, ο πλούτος, η μέθη, ο καθημερινός πνευματικός αγώνας, οι δαίμονες, η ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, το έργο των λειτουργών, η απόλυτη υπεροχή της αγάπης, ο θάνατος, η λύπη, οι συμφορές στην ζωή, ο γάμος, η πορνεία, η παρθενία και η δουλεία.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, με τις αφορμές και τις προκλήσεις που του παρέχονταν, παρουσίασε πολύπλευρα την σωτηριώδη πορεία της Εκκλησίας, που συνιστά κοινωνία του αγίου Πνεύματος (Β’ Κορ. 13,13″ Φιλιπ. 2,1-11) και οδηγεί τους πιστούς στην ουράνια βασιλεία και δόξα, στην ολοκληρωτική εκπλήρωση των επαγγελιών, στην τελική δηλαδή κατάσταση μακαριότητας, για την οποία προόριζε ο Θεός το ανθρώπινο γένος (Β’ Θεσσ. 1,5· Ρωμ. 8,18· Β’ Θεσσ. 2,12).

Ως Εβραίος μπορούσε ν’ απολογηθεί στους συμπατριώτες του, υποδεικνύοντας την επαλήθευση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης στο πρόσωπο του Χριστού. Ως μέτοχος όμως της ελληνικής παιδείας χρειάστηκε να γίνει πολύ ριζικότερος. Είχε ήδη την πικρή εμπειρία από το κήρυγμά του στον Άρειο Πάγο των Αθηνών, που, παρά την αναφορά του στον βωμό προς τιμήν του Αγνώστου Θεού (Πράξ. 17, 16-32) και δη την χρησιμοποίηση του φιλοσόφου Αράτου (που ήτανε από την Κιλικία, όπως και ο Παύλος, έζησε δε το 305-240 π.Χ.), οι Αθηναίοι τον απέπεμψαν ως «σπερμολόγο». Δεν συγκινήθηκαν από την γνώση του των σοφών, διότι συγχρόνως τους μίλησε για μετάνοια και ανάσταση νεκρών.

Όφειλε, γι’ αυτό, να εξηγήσει με σαφήνεια στους Κορινθίους, που επίσης είχανε πολύ ευρεία παιδεία και φιλοσοφική κατάρτιση, ότι τίποτε άλλο δεν είχε σκοπό να τους γνωρίσει παρά μόνο τον Ιησού Χριστό, τον εσταυρωμένο και αναστάντα (Α’ Κορ. 2,2). Τους μεταδίδει την βαθιά του πίστη ότι, ενώ η σταύρωση του Κυρίου είναι η δύναμη του Θεού για τους χριστιανούς, για τους μη χριστιανούς και δη τους Έλληνες αποτελεί «μωρίαν», ανοησία. Κι εξηγεί ότι ο Θεός, που ήθελε να σώσει το ανθρώπινο γένος, ευδόκησε να το σώσει με την μωρία του κηρύγματος για τον εσταυρωμένο και αναστάντα Κύριο. Αυτό έγινε αναγκαίο, διότι οι άνθρωποι με την σοφία τους δεν κατόρθωσαν να γνωρίσουν την παντού φανερή στον κόσμο θεία σοφία, δηλαδή τον δημιουργό Θεό.

«Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α’ Κορ. 1,21)

Την ίδια εξήγηση για το θέμα δίνει με άλλο τρόπο, γράφοντας προς τους Ρωμαίους (1,19-21). Ο Θεός φανέρωσε την ύπαρξη του («το γνωστόν του Θεού») στους ανθρώπους με τα γνωστά σε όλους δημιουργήματά του («τοις ποιήμασι»), μέσω των οποίων καταφαίνεται η θεϊκή του δύναμη («η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης»). Όμως αυτοί, μολονότι αντελήφθηκαν (αναγνώρισαν) ότι τα δημιουργήματα προϋποθέτουν (πολύ γενικά, βέβαια) θεϊκή δύναμη, δεν δόξασαν τον Θεό ούτε τον ευχαρίστησαν· γι’ αυτό είναι αναπολόγητοι. Τελικά δηλαδή τον αληθινό Θεό αναγνωρίζουν στα δημιουργήματά του όσοι έχουνε δεχθεί την αποκάλυψη. Και, πλέον, μετά την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού η πραγματική γνώση του αληθινού Θεού, άρα και η σωτηρία του ανθρώπου, εξαρτώνται απόλυτα από την πίστη στον Χριστό, στον ενανθρωπήσαντα θείο Λόγο (Εβρ. 5,10).

Ο Χριστός στη θεία Ευχαριστία διά του αγίου Πνεύματος

Αφού το Ευαγγέλιο που ευαγγελίζεται και για το οποίο θεολογεί ο Παύλος είναι ο Υιός του Θεού, ο Χριστός ( Ρωμ. 1,3), φυσικό είναι ότι θεωρεί αναγκαία για την σωτηρία την πραγματική και συγκεκριμένη σχέση των πιστών με τον Χριστό. Για την σχέση, μάλιστα, αυτή ο θεόπνευστος Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «κοινωνία», που σημαίνει μετοχή, όχι απλή αναφορά ή ιδεολογική πίστη. Εξηγεί ότι ο Θεός, χάριν της δικής μας σωτηρίας, μας προσκαλεί σε κοινωνία του Ιησού Χριστού.

«Πιστός ο Θεός, δι’ ου εκλήθητε εις κοινωνίαν του Υιού αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Α’ Κορ. 1,9).

Πόσο και πως η πρόσκληση για κοινωνία με τον Χριστό είναι ρεαλιστική φαίνεται στον τρόπο που ο Παύλος παρουσιάζει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και πρώτος θεολογεί γι’ αυτό. Ο άρτος και ο οίνος της ευχαριστίας («το ποτήριον της ευλογίας…») αποτελούν σαφώς «κοινωνία» και «μετοχή» στο σώμα και στο αίμα του Χριστού. Όλοι, μάλιστα, «μετέχομεν» του ίδιου σώματος και του ίδιου αίματος, λόγος για τον οποίο γινόμαστε όλοι ένα σώμα, κεφαλή του οποίου είναι ο Χριστός.

«Το ποτήριον της ευλογίας ο ευλογούμεν, ουχί κοινωνία εστί του αίματος του Χριστού; Τον άρτον ον κλώμεν, ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού έστιν; Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν, οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10,16-17).

Μολονότι ο Χριστός, αφού περάτωσε το έργο του στην γη, αναλήφθηκε στους ουρανούς, συνέστησε, ίδρυσε, τον τρόπο για να είναι πάντοτε παρών στον κόσμο, στους ανθρώπους. Ίδρυσε δηλαδή ο ίδιος το μυστήριο της Ευχαριστίας, όπου διά του αγίου Πνεύματος (του οποίου είμαστε ναοί: Α Κορ. 3,16) ο προσφερόμενος άρτος και ο οίνος γίνονται (μεταβάλλονται) σε αγιασμένη και θεωμένη του Χριστού ανθρώπινη φύση. Οι Ευαγγελιστές κατέγραψαν το θεμελιώδες και ιερό τούτο γεγονός (Ματθ. 26,26-27· Μάρκ. 14,22-23· Λουκ. 22,19-20· Ιωάν. 6,54-56), αλλά το καταγράφει πρώτος και το παραδίδει και ο Παύλος, όπως του το αποκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος («παρέλαβον από του Κυρίου»), όταν άρχισε να κηρύττει πριν ακόμα γνωρίσει τους στύλους (Αποστόλους) της Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα.

Επισημαίνει, λοιπόν, ότι η ίδρυση-σύσταση του Μυστηρίου έγινε την νύχτα, πριν ο Κύριος παραδοθεί. Τότε έλαβε άρτο και «ευχαριστήσας», αφού τον ευλόγησε, τον τεμάχισε και προσέφερε στους Μαθητές, λέγοντας «τούτο μου εστί το σώμα». Το ίδιο έκανε με το «ποτήριον», λέγοντας «τούτο το ποτήριον η Καινή Διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι». Με παραλλαγές στα επουσιώδη καταγράφουν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και οι Ευαγγελιστές, αλλά το «φάγετε» του Ματθαίου και το «τρώγων μου την σάρκα» του Ιωάννου, γίνεται στον Παύλο «εσθίετε». Ο ρεαλισμός παντού είναι τόσο σαφής που ξενίζει.

Ο Ιωάννης, αποδίδοντας και την εμπειρία της Εκκλησίας, που ζούσε το Μυστήριο σχεδόν εξήντα χρόνια, τονίζει ότι η σάρκα του Χριστού («η σάρξ μου») είναι αληθινή «βρώσις» και το αίμα του αληθινή «πόσις» (6,55). Κι επιμένει στον έντονο ρεαλισμό του, διότι μόνο όποιος «τρώγει «την σάρκα» του και όποιος «πίνει» το «αίμα» του μένει στον Χριστό («εν εμοί») και ο Χριστός σ’ αυτόν («εν αυτώ») (6,56). Μόνο με την πραγματική βρώση κα πόση του σώματος και του αίματος του Χριστού ενώνεται πραγματικά ο πιστός με τον Χριστό και ο Χριστός με τον πιστό. Απόλυτο επομένως κριτήριο του είναι εν Χριστώ αποβαίνει η μετοχή στην ρεαλιστική θεία Ευχαριστία. Και ο Παύλος:

«Εγώ γάρ παρέλαβον από του Κυρίου, ο και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρεδίδετο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· τούτο μου έστι το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον, τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι. Τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμνησιν. Οσάκις γαρ αν εσθίητε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη. Ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου» (Α’ Κορ. 11,23-27).

Ο Παύλος προϋποθέτει σαφώς ευχές και προσευχές κατά την τέλεση της Ευχαριστίας, που κατακλείονται με το λειτουργικό-τελετουργικό «αμήν».

«Επεί εάν ευλογής τω πνεύματι(=νοερά, μόνο πνευματικά), ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη ση ευχαριστία; Επειδή τί λέγεις ουκ οίδε» (Α’ Κορ. 14,16).

Διακρίνονται μάλιστα οι προσευχές από την «ευχαριστία» ως ευχή και «ευλογία» (π.χ. Α’ Κορ. 10,16).

«Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. 4,2).

Ο Παύλος, ενώ και αυτός επαναλαμβάνει με σαφήνεια την ταύτιση του άρτου και του οίνου της Ευχαριστίας με το σώμα και το αίμα του ιδίου του Κυρίου, εξηγεί τον μεγάλο κίνδυνο που διατρέχει όποιος «αναξίως» εσθίει και πίνει τον άρτο της Ευχαριστίας. Ο ανάξιος γίνεται ένοχος, διότι εκεί πρόκειται για το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Αμαρτάνει στον ίδιο τον Κύριο, εάν κάποιος μετέχει ανάξια (Α’ Κορ. 11,29) της θείας Ευχαριστίας, ως εάν δηλαδή επρόκειτο περί συμβολικής πράξεως και όχι περί του Κυριακού σώματος και αίματος. Αυτός που «εσθίει» και «πίνει» την Ευχαριστία χωρίς να αναγνωρίζει («μη διακρίνων») εις αυτήν το «σώμα» του Κυρίου προκαλεί καταδίκη στον εαυτό του.

«Ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα (= του Κυρίου)» (Α’ Κορ. 11,29).

Και ήδη, πολλοί που δεν αναγνώριζαν το ίδιο το Κυριακό σώμα στην Ευχαριστία, τιμωρήθηκαν με ασθένειες και θανάτους (Α’ Κορ. 11,30).

Η πρώιμη στην ζωή της Εκκλησίας υπογράμμιση από τον Παύλο του ρεαλισμού της Ευχαριστίας και η μεταγενέστερη επιβεβαίωσή του από τον Ιωάννη («αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων μου την σάρκα… έχει ζωήν αιώνιον.»: 26,53-54) αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία του πρώτου αιώνα ζούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ως μετοχή στην ίδια την αγιασμένη και θεωμένη (ένεκα της ενώσεώς της με την θεία φύση) ανθρώπινη φύση του Χριστού.

Ο Παύλος, για να εξηγήσει τον ρεαλισμό της Ευχαριστίας, υπενθυμίζει στους Κορινθίους τον ρεαλισμό των θυσιών των Ισραηλιτών. Αυτοί, εσθίοντας τα θυσιαζόμενα ζώα, γίνονται πράγματι, όχι συμβολικά, «κοινωνοί» του θυσιαστηρίου.

«Βλέπετε τον Ισραήλ κατά σάρκα· ουχ οι εσθίοντες τας θυσίας κοινωνοί του θυσιαστηρίου εισίν;» (Α’ Κορ. 10,18).

Η «κοινωνία», στην οποία κλήθηκαν από τον Θεό οι άνθρωποι (Α’ Κορ. 1,9), πραγματώνεται με «το ποτήριον της ευλογίας» και «τον άρτον», διότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν «κοινωνίαν» «του αίματος του Χριστού» και «του σώματος του Χριστού» (Α’ Κορ. 10,16).Έτσι γίνονται οι πιστοί όχι μόνο πιστοί-ομοϊδεάτες αλλά «μέλη» του σώματός του, διά της «σαρκός αυτού και των οστέων αυτού» (Εφεσ. 5,30). Στην προς Εβραίους η αλήθεια αυτή διατυπώνεται με την λέξη «μέτοχοι» του Χριστού,«μέτοχοι του Χριστού γεγόναμεν» (3-14), όπως επίσης γινόμαστε πράγματι «μέτοχοι» του αγίου Πνεύματος (Εβρ. 6,4).Όσο είναι πραγματικό το δεύτερο, τόσο είναι και το πρώτο. Γι’ αυτό μπορεί να βεβαιώνει ο Παύλος ότι τα «σώματα» των πιστών είναι «μέλη Ιησού Χριστού» (Α’ Κορ. 6,15).

Ο μέγας Απόστολος των εθνών, ενώ χρησιμοποιεί συχνά τον όρο πίστη («πίστις εις Χριστόν»), όταν αναφέρεται στην θεία Ευχαριστία, εκτός από τα κυριακά λόγια «λάβετε φάγετε» και «πίετε», χρησιμοποιεί λέξεις, όπως «μετέχομεν», «κοινωνία», «μέτοχος» και «μέλη σαρκός αυτού», που προϋποθέτουν ρεαλιστική μετοχή στο κυριακό σώμα και που η μη αναγνώριση αυτού ως πραγματικού επιφέρει τιμωρία και καταδίκη.

Η με αποκάλυψη στον Παύλο παραλαβή και κατανόηση του μυστηρίου του Χριστού γενικά και του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας ειδικά, όπως αναλύονται και όπως υπογραμμίζονται, οδηγούν ευθέως στην αλήθεια, ότι η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, το έργο στη γη του Χριστού, η διδασκαλία του, τα θαύματα, το θείο πάθος, η σταύρωση, η ταφή, η ανάσταση και η ανάληψη συνέβησαν για να γίνει πραγματικότητα η θεία Ευχαριστία και δι’ αυτής η Εκκλησία, το σώμα του Κυρίου. Τον τρόπο της θείας Ευχαριστίας, δηλαδή, επέλεξε ο Θεός για την πραγματική και ασφαλή επανεπικοινωνία του μακράν του Θεού ζώντος ανθρώπου με τον δημιουργό του· την δυνατότητα της μετοχής στην αγιασμένη και θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού.

Ενοίκηση του αγίου Πνεύματος

Συνεπής ο Παύλος προς τον ευχαριστιακό αυτό ρεαλισμό, προβαίνει στην υπογράμμισή του και με άλλον τρόπο. Δεν αρκέσθηκε στις βεβαιώσεις «εν Χριστώ» (Ρωμ. 6,4), «Ιησούς Χριστός εν υμίν» (Β’ Κορ. 13,5· Ρωμ. 8,10), «ζω δε ουκέτι εγώ, ζή εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,19) και τα όμοια, που προϋποθέτουν την αγιασμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, εφόσον μιλάει συνεχώς για ζωή, την οποία οι πιστοί έχουν -και μάλιστα αιώνια-μετέχοντας στην Ευχαριστία (Ιωάν.6,53-58).Έτσι άλλωστε, βαπτιζόμενος και κοινωνώντας τον Χριστό, ο άνθρωπος «ενδύεται» τον Χριστό (Γαλ. 3,26-27). Δεν σταμάτησε ούτε στην διαβεβαίωση ότι ο πιστός γενικά είναι ναός του αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 3,16-17). Προσθέτει με σαφήνεια ότι όχι μόνο νους και καρδία δέχονται το άγιο Πνεύμα, άλλα το ίδιο το σώμα του πιστού είναι ναός του αγίου Πνεύματος.

«Ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου Πνεύματος έστιν, ού έχετε από Θεού και ουκ έστέ εαυτών;» (Α’ Κορ. 6,19).

Γι’ αυτό και κρούει τον κώδωνα της τιμωρίας για όποιον φθείρει τον ναό αυτό (Α’ Κορ. 3,16-17) με αμαρτίες σωματικές. Το σώμα του πιστού γίνεται με την Ευχαριστία και σώμα-μέλος του Χριστού και συγχρόνως ναός του αγίου Πνεύματος. Εάν η θεία Ευχαριστία δεν ταυτιζόταν με την αγιασμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, δεν θα γινόταν η ανθρώπινη των πιστών φύση (και το σώμα) ούτε μέλος του Χριστού ούτε ναός του αγίου Πνεύματος. Ο Παύλος στηλιτεύει την πορνεία, διότι αυτή μεταβάλλει το σώμα του πιστού από μέλος του Χριστού σε μέλος της πόρνης (Α’ Κορ. 6,15-17).

Το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου από την εποχή της ενσαρκώσεως και του όλου έργου του Χριστού συντελείται εν Χριστώ διά του αγίου Πνεύματος. Αυτό σημαίνει όμως ότι κέντρο του θείου σχεδίου είναι πλέον η διά του αγίου Πνεύματος συνέχιση της πραγματικής παρουσίας στον κόσμο του Χριστού. Της παρουσίας του ως Θεανθρώπου, ως Θεού και ανθρώπου, διά της μεταδιδομένης και μη δαπανωμένης αγιασμένης και θεωμένης ανθρωπίνης του φύσεως, χάρις εις την οποίαν οι πιστοί μπορούν να γίνουν «σύμμορφοι» προς τον Υιό του Θεού (Ρωμ. 8,29). Και πιό συγκεκριμένα: τα θνητά σώματα των πιστών γίνονται σύμμορφα προς το «σώμα της δόξης» του Χριστού (Φι-λιπ. 3,21), θα γίνουν «πνευματικά» (Α’ Κορ. 15,44) στην μέλλουσα ζωή. Η ενοίκηση του αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο προϋποθέτει την ενσάρκωση, την πρόσληψη και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως από τον Υιό και Λόγο του Θεού. Αλλά το σκάνδαλο τούτο εξηγείται μόνο από το ότι ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, θα αναζωογωνούσε τον πεπτωκότα άνθρωπο(Α’ Κορ. 15,22 και 45), μεταδίδοντάς του την αναζωογονηθείσα και αγιασθείσα καινή ανθρώπινη φύση που προσέλαβε.

Η ενοίκηση όμως του αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο προϋπόθεση ακόμα έχει την καθαρότητα νου και καρδίας, βέβαια, αλλά και την καθαρότητα του σώματος. Η επιμονή του Παύλου στην αποφυγή σαρκικών αμαρτιών οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι ο πιστός, πραγματικά, μεταλαμβάνει, κοινωνεί, του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί εκφράσεις, ρεαλιστικότερες και σαφέστερες των οποίων δεν είναι δυνατό να επινοηθούν:

«μέλη εσμέν (= οι πιστοί) του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφεσ. 5,30).

Το κατεξοχήν σκανδαλώδες και σωτηριώδες Μυστήριο της συνεχούς διά της Ευχαριστίας παρουσίας του Χριστού στον κόσμο δεν πραγματώνεται με αναπαραστατικές και συμβολικές πράξεις, αλλά μόνο με θεϊκές και ρεαλιστικά ανακαινιστικές πράξεις στους κόλπους της Εκκλησίας.

«Ανάμνησις» της Ευχαριστίας: Επανάληψη αναίμακτη

Συζητήθηκε πολύ και συχνά συζητείται ακόμα η έννοια του όρου «ανάμνησις», που κατά την σύσταση-ίδρυση του μυστηρίου της Ευχαριστίας χρησιμοποίησε ο Κύριος και που την διέσωσαν πρώτος ο Παύλος (Α’ Κορ.11,24-25) και μετά ο Λουκάς (22,19): «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν». Με όσα στις προηγούμενες παραγράφους επισημάνθηκαν, έγινε, φρονούμε, σαφές ότι η Ευχαριστία, την οποία ο Παύλος και οι Ευαγγελιστές παραδίδουν ως πράξη της Εκκλησίας, είναι ρεαλιστική και ταυτόσημη προς εκείνη που τέλεσε στο Μυστικό δείπνο ο ίδιος ο Κύριος. Άρα, το «ανάμνησις» δεν σημαίνει εδώ απλή μνήμη, ενθύμηση και υπόμνηση, για να θυμάστε. Έχει άλλο λόγο:

Διά της Ευχαριστίας ο Κύριος θα είναι με τους Αποστόλους και τους πιστούς γενικά «πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28,30).Όχι απλά ως Θεός, που έτσι κι αλλιώς είναι πανταχού παρών, αλλά και ως Χριστός, ως Θεάνθρωπος. Δηλαδή, μολονότι αναλήφθηκε, θα είναι παρών με την ανθρώπινη φύση του, την οποία αγίασε και θέωσε, καθόσον την ένωσε στον εαυτό του με την θεία του φύση. Όταν ο Κύριος μιλούσε και τελούσε την Ευχαριστία, οι Απόστολοι έβλεπαν άνθρωπο, που τον κατανοούσανε πολύ γενικά ως Μεσσία και Υιό του Θεού (Ματθ. 16,16). Και όταν τους έλεγε «τούτο μου εστί το σώμα» έβλεπαν μόνο «άρτον», όπως έβλεπαν στο «ποτήριον» της Ευχαριστίας μόνο κρασί, που όμως ο Κύριος τα συνέδεε ρεαλιστικά με την θυσία του, τον σταυρικό θάνατο, που θα συνέβαινε την επόμενη ημέρα. Και για να μην έχουν αργότερα αμφιβολίες για τον ρεαλισμό της Ευχαριστίας, τους είπε ακόμα ότι «τούτο το ποτήριον» είναι η «καινή διαθήκη», που σφραγίζεται με το για χάρη σας χυνόμενο αίμα μου («εν τω αίματί μου το υπέρ υμών εκχυνόμενον»: Λουκ. 22,20). Το ίδιο Μυστήριο «παρέδωσε» ο Κύριος και στον Παύλο: το «ποτήριον», μολονότι το είχανε αρχικά γεμίσει κοινό κρασί, αποτελούσε μετά την ευλογία χάριν των πιστών, «καινήν διαθήκην», σφραγισμένη με το αίμα του («εν τω εμώ αίματι»: Α’ Κορ. 11,25). Μετά πρόσθεσε ο Κύριος την πολυσήμαντη φράση: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».

Στην Εκκλησία, ήδη από τους Αποστόλους, τελείται το ίδιο μυστήριο (ανάμνηση) της Ευχαριστίας ως θυσία, επίσης με άρτο και οίνο, αλλά τώρα καλείται το άγιο Πνεύμα να πραγματώσει το Μυστήριο, ώστε να γίνουν ο άρτος και ο οίνος σώμα και αίμα Χριστού («.. .κατάπεμψον [= Κύριε] το Πνεύμα σου το άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα τούτα, και ποίησον τον άρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω αγίω»: βλ. Λειτουργία Χρυσοστόμου). Ό,τι δηλαδή έκανε ο Χριστός ως Θεός στον Μυστικό δείπνο, κάνει τώρα το άγιο Πνεύμα, επίσης ως Θεός, που όμως καλείται στο έργο της πραγματοποιήσεως του Μυστηρίου από τον ιερέα. Όσο ρεαλιστικό ήταν το Μυστήριο το βράδυ της παραμονής της θυσίας του Χριστού, τόσο ακριβώς ρεαλιστικό είναι και όταν πραγματώνεται από το άγιο Πνεύμα. Θεός (ο Υιός), το πραγματοποίησε άπαξ ,Θεός (το Πνεύμα) το πραγματοποιεί στην Εκκλησία συνεχώς, ώστε να μεταδίδεται ο Χριστός για την σωτηρία του κόσμου.

Ο Κύριος, φυσικά και οι Μαθητές, γνωρίζανε την πρακτική των ετήσιων θυσιών στα Άγια των Αγίων, που τελούσε ο Αρχιερέας στον Ναό· θυσιών, φυσικά, ζώων. Τώρα ο Χριστός τους παρέδωσε το μυστήριο της Ευχαριστίας με την θυσία του εαυτού του, κάτι που θα κατανοούσανε μόνο αργότερα, με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος. Όφειλαν, βέβαια, να τηρήσουνε την εντολή του, να τελούν και αυτοί το Μυστήριο («τούτο ποιείτε»), αφού επρόκειτο, κυριολεκτικά, για την Διαθήκη του. Αλλά πώς θα τελούσαν άπειρες φορές το Μυστήριο της θυσίας του με τη σάρκα και το αίμα του;

Η θυσία όμως ούτως ή άλλως έπρεπε να τελείται, αφού είχε σκοπό την άφεση των αμαρτιών των ανθρώπων (Ματθ. 26,28) και μάλιστα το να ζήσουνε οι άνθρωποι την αιώνια ζωή, την βασιλεία των ουρανών ( Ιωάν. 6,54-55).Η επανάληψη της θυσίας ήταν αδύνατη, αφού ο Κύριος θα είχε αναληφθεί και οι θυσίες των ζώων δεν είχαν καμία σχέση με την καινή διαθήκη του, δηλαδή με την σωτήρια θυσία του εαυτού του.

Για τους λόγους αυτούς πρόλαβε ο Κύριος και τους εξήγησε ότι στο εξής θα τελούνε το μυστήριο της Ευχαριστίας «εις ανάμνησίν» του, θα τελούνε την μία, την εφάπαξ γενομένη, την ίδια θυσία, αυτή ακριβώς που πραγματοποίησε ενώπιόν τους. Δεν θα είναι θυσία με αίματα και θάνατο σταυρικό. Θα επαναλαμβάνεται με τις ευχές («ευχαριστία»: Α’ Κορ. 14,16) αναίμακτα, όπως ακριβώς έγινε την ώρα εκείνη.

Στην προς Εβραίους τονίζεται ιδιαίτερα η διαφορά της μιας θυσίας του Χριστού, που έγινε εφάπαξ με το δικό του αίμα και ισχύει για πάντα, από τις θυσίες της ΠΔ, όπου ο αρχιερέας τελεί θυσία κάθε χρόνο κάποιου ζώου (9,24-26· 10,12-14,19-20). Με την αναίμακτη πλέον θυσία του Χριστού, συνεχίζεται η υπεσχημένη παρουσία του στον κόσμο και οι άνθρωποι, που διά πίστεως μετέχουνε άξια στο Μυστήριο της θυσίας αυτής, προγεύονται την αιώνια βασιλεία, την οποία ολοκληρωμένα θ’ απολαύσουν μετά την δευτέρα παρουσία του Κυρίου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι για την ορθή κατανόηση της φράσεως «εις την εμήν ανάμνησιν», ο ίδιος ο Κύριος, τονίζοντας την πραγματική μετοχή («κοινωνία») στο σώμα του και το αίμα του, φέρει ως παράδειγμα τις θυσίες των Ισραηλιτών, όπου αυτοί μετέχουν, τρώγουν, γίνονται «κοινωνοί», των θυσιασθέντων ζώων (Α’ Κορ. 10,18). Όπως στις θυσίες ζώων οι άνθρωποι μετέχουν ρεαλιστικά-πραγματικά στα θυσιασθέντα, έτσι και στο μυστήριο της Ευχαριστίας οι πιστοί μετέχουν του θυσιαζομένου Χριστού, κοινωνούν την αγιασμένη και θεωμένη ανθρώπινη φύση του, αλλά όπως την πραγμάτωσε-τέλεσε ενώπιόν τους ο Κύριος στο Μυστικό Δείπνο.

Άλλωστε, δεν είναι τυχαία η χρήση του όρου «ανάμνησις», διότι αυτή συνδεόταν στους κλασικούς Έλληνες με τις πραγματικές θυσίες και την μετοχή σ’ αυτές (βλ. Λυσία, Λόγος 2,39: 194,22). Και στον Πλάτωνα επίσης (Φαίδων 72ε) η ανάμνησις είναι στην ψυχή του ανθρώπου η πραγματική (έστω μικρή) μετοχή και απήχηση (απείκαση) του τέλειου κόσμου των ιδεών.

Με την φράση «εις την εμήν ανάμνησιν» αποφεύγεται ο αυτονόητος σκανδαλισμός των πιστών, ότι κάθε φορά επαναλαμβάνεται φυσιοκρατικά αιματηρή θυσία. Επίσης γίνεται σαφής η διάκριση της Καινής Διαθήκης, η οποία σφραγίσθηκε με την άπαξ γενομένη θυσία του Χριστού, από την Παλαιά Διαθήκη, όπου ο Αρχιερέας όφειλε κάθε χρόνο να τελεί νέα πάντοτε θυσία ζώων.

Η Εκκλησία γίνεται διά της Ευχαριστίας και διά του αγίου Πνεύματος

Η «καινή κτίσις» (Γαλ. 6,15· Β’ Κορ. 5,17), η αναδημιουργία του κόσμου, η Εκκλησία δηλαδή, αποτελεί το αποφασιστικό στάδιο της όλης θείας οικονομίας, που ήταν βούληση και θέλημα του Θεού προαιώνιο και που πραγματώθηκε στον ενανθρωπήσαντα, σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό («κατά πρόθεσιν των αιώνων, ην [=οικονομίας μυστήριο] εποίησεν εν τω Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών»: Εφεσ. 3,11 και 8-10· 5,14). Στον Χριστό και άρα στην Εκκλησία του εκπληρώνονται οι επαγγελίες και οι προφητείες της ΠΔ (Γαλ. 3,16). Επομένως, γίνεται κατανοητό, γιατί ο Παύλος διά βίου προσεύχεται και προσπαθεί να ζήσει το μυστήριο του Χριστού, ώστε να το ευαγγελισθεί στα Έθνη. «Εμοί… εδόθη η χάρις αύτη, τοις έθνεσιν ευαγγελίσασθαι το ανεξιχνίαστον πλούτος του Χριστού και φωτίσαι πάντας τίς η οικονομία του μυστηρίου του αποκεκριμένου από των αιώνων εν τω Θεώ.» (Εφεσ. 3,8-9).

Ο Χριστός, βέβαια, τον οποίον ευαγγελίζεται ο Παύλος είναι ο αναστημένος, ο μεταδιδόμενος στους ανθρώπους, ο Χριστός που συνεχίζει την παρουσία του στον κόσμο ως Εκκλησία. Είναι παρών ως κεφαλή της Εκκλησίας, η οποία συνιστά το σώμα του (Εφεσ. 1,22-23). Ο Θεός Πατέρας «έδωκεν αυτόν (= τον Υιό-Χριστό) κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστίν το σώμα αυτού» (στο ίδιο). Έχει μεγάλη θεολογική σημασία ο παύλειος χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ως σώματος (Κολ. 1,18). Δεν υπάρχει σώμα χωρίς κεφαλή, ούτε κεφαλή χωρίς σώμα. Αυτό προϋποθέτει την λειτουργία του αναστημένου διά του αγίου Πνεύματος Χριστού (Ρωμ. 8,11). Πρόκειται για την λειτουργία της μεταδόσεώς του στην θεία Ευχαριστία, διά της οποίας ο Παύλος αποκαλύπτει την αλήθεια της Εκκλησίας. Εκεί όλοι ποτίζονται από το ίδιο «πνευματικόν πόμα», τον Χριστό (Α’ Κορ. 10,4).

Του αναστημένου Χριστού η ανθρώπινη φύση, αγιασμένη ένεκα της ενώσεώς της ασυγχύτως και ατρέπτως με την θεία του φύση, ταυτίζεται με τον άρτο και τον οίνο της θείας Ευχαριστίας («το ποτήριον της ευλογίας») και «τον άρτον ον κλώμεν», «τούτο εστί το σώμα μου», «τούτο εστί το αίμα μου»: Α Κορ. 10,1516) και οι πιστοί κοινωνούν-μετέχουν του Χριστού. Πίνουν και τρέφονται από τον Χριστό (Α’ Κορ. 10,4) και γίνονται «μέλη» Χριστού και ναός του αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 6,9), διότι, μετέχοντας του άρτου και του οίνου της Ευχαριστίας, γίνονται «μέλη του σώματος αυτού (= του Χριστού), εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού» (Εφεσ. 5,30· Α’ Κορ. 6,19).

Το σώμα όμως του Χριστού, η σάρξ και τα οστά του, πραγματώθηκε κατά την ενανθρώπηση διά Πνεύματος αγίου (το «γεννηθέν» από την Παρθένο Μαρία είναι «εκ Πνεύματος αγίου»· η Παρθένος «ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ πνεύματος αγίου»: Ματθ. 1,18 και 20). Η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πνευματέμφορος και όσοι μετέχουν στην θεία Ευχαριστία, όπου με ειδική ευχή («ευλογία», «ευχαριστία») ο άρτος και ο οίνος γίνονται σώμα και αίμα Κυρίου, έχουν και αυτοί άγιο Πνεύμα, κατοικεί και σ’ αυτούς το Πνεύμα (Α’ Κορ. 3,16· 6,19), γίνονται δηλαδή «μέτοχοι αγίου Πνεύματος» (Εβρ. 6,4). Κι επειδή είναι πνευματέμφοροι όλοι καθοδηγούνται («άγονται») από το εντός τους άγιο Πνεύμα να αναφωνούν «αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. 8,1415). Άλλωστε, οι πιστοί όλοι, τα μέλη δηλαδή της Εκκλησίας, βαπτίζονται, για να εγκεντρισθούν (Ρωμ. 11,17 κ.α.) στο ένα «σώμα» του Χριστού, από το ίδιο και διά του ιδίου αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 12,12-13). Το αποτέλεσμα της μυστηριακής αυτής πραγματικότητας είναι ότι λειτουργεί-δρα εντός μας «ο νόμος του Πνεύματος», που είναι η εντός μας «ζωή εν Χριστώ». Τέλος, έτσι γινόμαστε «συγκοινωνοί» του Χριστού και «άγιοι» (Ρωμ. 11,16).

Επανερχόμενοι στο θεμελιώδες παύλειο θέμα της Εκκλησίας, γίνεται σαφές ότι, απ’ όσα λίγα λέχθηκαν, κριτήριο για το τί είναι η Εκκλησία αποτελούν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (ως πραγματικού σώματος και αίματος Κυρίου) και το Βάπτισμα εις το ένα άγιο Πνεύμα.

Η θεία Ευχαριστία, τελούμενη στην εποχή του Παύλου και στους αιώνες όλους μυριάδες φορές, παραμένει καθεαυτή μία, διότι ο άρτος και ο οίνος με την επίκληση του αγίου Πνεύματος («ευχαριστία»: Κολ 4,2· Α’ Κορ. 14,16) γίνονται πάντοτε το ένα θεωμένο και αγιασμένο σώμα του Κυρίου, αποτελούν «κοινωνία του σώματος του Χριστού». Ο «ευλογούμενος» όμως «άρτος» είναι «εις» και το «σώμα» Χριστού, που γίνονται όσοι κοινωνούν τον έναν, τον ίδιο, «άρτο», είναι πάλι «εν», αποτέλεσμα της θαυματουργικής μυστηριακής επεμβάσεως του αγίου Πνεύματος. Διαφορετικά θα έπρεπε οι άρτοι και τα ποτήρια της Ευχαριστίας να είναι άπειρα και άσχετα προς τον Χριστό.

«Εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α’ Κορ. 10,16-17).

Η αριθμητική πολλαπλότητα έως απειρία των κοινών (φυσικών) άρτων και ποτηρίων οίνου, διά της «ευλογίας», «ευχαριστίας», γίνονται πάντοτε «εν σώμα»,το σώμα Κυρίου (Α’ Κορ. 12,14). Και οι μετέχοντες του σώματος του Κυρίου αποτελούν με αυτό ένα και το αυτό σώμα, δηλαδή την Εκκλησία. Οι βαπτισμένοι όλοι, τα πανταχού μέλη της Εκκλησίας, μολονότι «πολλοί» συνιστούν «εν σώμα» (Ρωμ. 12,5). Όλοι κληθήκαμε ν’ αποτελέσουμε «εν σώμα και εν πνεύμα», αφού ένας είναι ο Κύριος, στον οποίο μετέχουμε, και ένα το Βάπτισμά μας (Εφεσ. 4,4-5).Η εσωτερική διάσπαση των ανθρώπων και η αντιπαλότητα μεταξύ τους προήλθε από την πτώση, την απομάκρυνσή τους από τον Θεό, την αυτονόμησή τους από τον Θεό. Και τώρα οι άνθρωποι είναι διακεκριμένα, ιδιαίτερα ο καθένας, πρόσωπα, είναι «μέλη εκ μέρους», αλλά διά της θείας Ευχαριστίας, του «ενός άρτου», αποτελούν όλοι «σώμα Χριστού», διότι σώμα Χριστού έγινε ο με «ευχαριστία» (Α’ Κορ. 14,16· Κολ. 4,2) άρτος, τον οποίο «τρώγομεν» (Ιωάν. 6,54-55.58).Η σχέση αύτη, βέβαια, με τον Χριστό είναι συνέπεια της «κοινωνίας του αγίου Πνεύματος» (Β’ Κορ. 13,13· Φιλιπ. 2,1). Και όταν έχουμε το Πνεύμα-τον Παράκλητο, που αποστέλλει ο Υιός του Θεού (Ιωάν. 14,25-26· 16,13), τότε μόνο είναι βέβαιο ότι είμαστε του Χριστού, ότι κάθε πιστός αποτελούμε «μέλος εκ μέρους» του σώματος του Χριστού (Ρωμ.8,9)

Στις Επιστολές της αιχμαλωσίας ο Παύλος ταυτίζει με απόλυτη σαφήνεια το «σώμα» του Χριστού προς την Εκκλησία, ενώ συγχρόνως ονομάζει κεφαλή της Εκκλησίας τον Χριστό. «Αυτόν (=τον Χριστό) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1,22-23).«Αυτός έστιν η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολ. 1,18).

Τονίζει έτσι την αρραγή εσωτερική ενότητα Χριστού και πιστών και ασφαλίζει την αυθεντικότητα της ενότητας αυτής. Στο μυστηριακό σώμα της Εκκλησίας ζώντας οι πιστοί διά του αγίου Πνεύματος αποκτούν την ζωή του Χριστού, όπως εκδηλώθηκε κατά την επίγεια ζωή του και όπως τους την εξηγεί-αποκαλύπτει το άγιο Πνεύμα (Α’ Κορ. 2,10) κατά τις ανάγκες της ιστορικής πορείας της Εκκλησίας.

Οι πιστοί, ζώντας στην Εκκλησία τον Χριστό που αποκαλύπτει το άγιο Πνεύμα και συνειδητοποιώντας εκεί -και μόνον εκεί- την αλήθεια του Χριστού, αυξάνουν εις Χριστόν, στην κεφαλή. Δηλαδή προκόπτουν σ’ ευσέβεια και γνώση της αλήθειας. Έτσι, όσο το σώμα, η Εκκλησία, μένει αρμοσμένη στην κεφαλή, τον Χριστό, ενεργούνται οι «επιχορηγίες» του Πνεύματος (Γαλ.3,5) στους επιμέρους πιστούς («εκ μέρους μέλη») και το όλο σώμα αυξάνει εις Χριστόν (Εφεσ. 4,15-16· Κολ. 2,19). Έτσι εξηγείται η προκοπή σε αγιότητα και η αύξηση-προκοπή σε θεολογική εμβάθυνση στο μυστήριο του Χριστού και της σωτηρίας (Α’ Κορ. 12,8· Β’ Κορ.

4.6). Αυτό γίνεται όμως ως αύξηση εσωτερική με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος, που μόνο αυτό «οδηγεί» «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. 16,14) κι αυτό μόνο «διδάσκει» και «υπομιμνήσκει» όσα «είπε» ο Χριστός και ό,τι είναι ο Χριστός (Ιωάν. 14,26). Το Πνεύμα εργάζεται και λειτουργεί στην Εκκλησία, διότι εκεί είναι ο Χριστός. Οποιοσδήποτε άλλος διδάσκαλος αγνοεί τον Χριστό και ό,τι θα λέει για τον Χριστό θα είναι μη πραγματικό, μη αληθές.