Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Το κάλλος της κτίσεως στους χριστουγεννιάτικους ύμνους (Πρωτοπρ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)

4 Ιανουαρίου 2018

Το κάλλος της κτίσεως στους χριστουγεννιάτικους ύμνους (Πρωτοπρ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)

«Ουρανοί αγαλλιάσθε· σκιρτήσατε τα όρη, Χριστού γεννηθέντος»

α) Στην εκκλησιαστική υμνογραφία, που στην ουσία α­ποτελεί υπο­μνη­­μα­τισμό του βιβλικού μηνύματος για τη σωτηρία του κόσμου, με ποι­η­τικό και γλαφυρό τρόπο πε­ρι­γράφεται το κάλλος της κτί­σεως και η συμμετοχή της σε όλα τα θαυμαστά γεγονότα της θείας ενανθρώπησης. Το φυσικό πε­­ριβάλ­λον υπάρχει για τον άνθρωπο και ανάγει στο Δη­μιουρ­γό. «Οι ουρανοί διηγούνται δό­ξαν Θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγ­γέλ­λει το στε­ρέω­μα» (Ψαλμ. 18,1), γράφει ο ψαλμωδός, ενώ ο νομπελίστας ποιητής Ο­δυ­σσέας Ελύτης γράφει για τον «Ποιητή των νεφών και των κυμάτων που κοιμάται μέσα μας» (΄Αξιον Εστι, Τα πάθη, Ανάγνωσμα β΄, στ΄).

β) Όμως, για να γίνει αναγωγή από το αισθητό κάλλος των κτισμάτων στον «Ωραίον κάλ­­λει παρά τους υιούς των ανθρώπων» (Ψαλμ. 44,3), από την ομορφιά της δη­μιουρ­γίας στον Κτί­στη και Δημιουργό των απάντων, για να ξυπνήσει ο «κατ’ ει­κό­να Θεού» πλα­σμένος άν­θρω­πος, χρειά­ζο­νται γυμνασμένες  πνευ­μα­τικές αι­σθή­σεις. Ε­σωτερική κάθαρση από το επαχ­θές βά­ρος και την ομίχλη των φθοροποιών παθών. ΄Ετσι η υλι­κή δη­μι­ουργία, που αποτελεί έκ­­φρα­ση της προ­­νοητικής ενέργειας του Θεού προς το τε­­λειό­τε­ρο πλάσμα του, μπορεί να γίνει πηγή έ­μπνευ­σης. Οι υμνο­γρά­φοι που διαθέτουν καθαρή καρδιά, συνδέουν την ωραιότητα της κτίσης με τη λαμπρότητα του Κτίστη και διδάσκουν τους πιστούς.

γ) Κι ενώ με την πτώση του ανθρώπου, «η κτίση συστε­νάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. 8,22), με τη Γέννηση του Σωτήρος «τα σύμπα­ντα χαράς πληρού­νται» (Τροπάριο του όρθρου της εορτής). Στην υμνογραφία των Χριστουγέννων η κτί­ση κα­τέ­χει ουσιαστική θέ­ση. Οι ιεροί υμνογράφοι άλλοτε την παρουσιάζουν να προευτρε­πί­ζεται, άλλοτε να συγχορεύει, άλλοτε να ευγνωμονεί και  άλλοτε να στέ­κεται εκ­στα­­τι­κή μπροστά στο «υπέρ λόγον και έννοιαν ξένον μυστήριον» της θείας συγκα­τά­βασης.

δ) Ουρανός και γη, άστρα και σπήλαιο, έρημος και φάτνη, όρη και δένδρα, ζώα και φυτά συμμε­τέ­χουν στο υπερφυές γεγονός της θείας συγκατάβασης και υ­πουρ­γούν το θαύμα. «Ευφραίνεσθε δίκαιοι· ουρανοί αγαλλιάσθε· σκιρτήσατε τα όρη Χρι­στού γεννηθέντος», ψάλλει η Εκκλησία στους αίνους της εορτής και καλεί σε θεία συ­νήχηση και αρμονικό συνεορτασμό τα επίγεια με τα ουράνια, τα λογικά με τα άλογα, τους αγγέλους με τους ανθρώπους.

ε) Ο Φώτης Κόντογλου ακολουθώντας την θεσπέσια υμνογραφία της εορτής, περιγράφει το διάκοσμο της εικόνας της Γεννήσεως ως εξής: «Ο περίγυρος της αγίας ταύτης εικόνος, με τα καθέκαστά του είναι τερπνός, δια το φαιδρόν και σωτήριον μυστήριον της Γεννήσεως του Κυρίου. Ο Χρωματισμός των βουνών είναι χαριέστατος και γλυκός, με ελαφρά ισκιώματα. ΄Αγρια πρινάρια και ευώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμά­ρια και άλλα, στολίζουν ταπεινά τους βράχους, όπως τα βλέπει  κανένας εις τα ευ­λο­γη­μένα βουνά της πατρίδος μας» (΄Εκφρασις… σ.158).

στ) Μέσα από μια αντιθετική εικόνα διδάσκεται η αξία της υψοποιού τα­πεί­νω­σης. «Λαθών ετέχθης υπό το Σπήλαιον, αλλ΄ ουρανός σε πά­σιν εκήρυξεν, ώσπερ στό­μα, τον Αστέρα προβαλλόμενος Σωτήρ». Όπως ο Χριστός γεννιέται μυστικά στο τα­πει­­νό σπήλαιο και ο ουρανός αναγ­γέ­λ­λει με το λαμπερό αστέρι σε όλους τον Σωτήρα, έτσι και κάθε πιστός που εκουσίως ταπει­νώ­νε­ται γίνεται ουράνιος άνθρωπος. Στην ίδια γραμ­­μή ο Γρηγόριος Θεολόγος ερμηνεύοντας το «μυστήριο της θείας οικονομίας» ομιλεί για υψοποιό κένωση και «θεία πτωχεία», προκειμένου ο άνθρωπος να ανέλθει προς το Θε­ό, πληρούμενος δια της «αυτού θεό­τη­τος».

ζ) Στον εσπερινό των Χριστουγέννων μέσα από έναν ύμνο του Ανατολίου Πα­τριάρ­χου Κωνσταντινουπόλεως (5ος αιώνας) παρουσιάζονται όλα τα κτίσματα να προ­σκο­­μίζουν στο νεογέννητο Χριστό την ευχαριστία τους: «οι άγγελοι τον ύμνον· οι ου­ρα­νοί τον Αστέρα· οι Μάγοι τα δώρα· οι ποιμένες το θαύμα· η γη το σπήλαιον· η έρη­μος την φάτνην· ημείς δε μητέρα Παρθένον». Μέσω της Παναγίας, που εκπροσωπεί το ανθρώπινο γένος, ανακαινίζεται ολό­κ­ληρη η δημιουργία και η «κτίσις αγάλλεται».