Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Εφραίμ Φιλοθεΐτης-ΑριζονίτηςΟρθοδοξία και Ορθοπραξία

Ἐσεῖς τὴ δουλειά σας κι ἐγὼ τὴ δική μου δουλειὰ ?(Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)

14 Ιουνίου 2021

Ἐσεῖς τὴ δουλειά σας κι ἐγὼ τὴ δική μου δουλειὰ ?(Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)

Ὅταν εἶχε πρωτοδημιουργηθῆ ἡ ἀδελφότης μας στὴ Νέα Σκήτη, συνέβη ἕνα γεγονὸς μὲ κάποιον γέροντα τῆς σκήτης, καὶ τρομακτικὸ καὶ ὠφέλιμο. Οἱ παλαιοὶ πατέρες βέβαια τὸ θυμοῦνται.

Αὐτὸς ὁ γέροντας ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἀλλὰ ὁ πειρασμὸς «ἔβαζε τὸ πόδι του» καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀφήσει νὰ ἐξομολογηθῆ ὠρισμένα σφάλματα, ποὺ εἶχαν σχέσι μὲ τὴν κοσμική του ζωή, ὅταν ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Ὅταν βάρυνε καὶ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ φύγη, μὲ ξανακάλεσε μὲ τὸν ἀδελφό του, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς μοναχός. Ὁ ἀδελφός του μου εἶπε ὅτι ὁ ἄρρωστος ἀνυπομονεῖ καὶ νὰ πάω νὰ τὸν τονώσω, μήπως χάσει τὴν ψυχή του. Ἀπόρησα βέβαια, πού μου εἶπε ὅτι ἔχασε τὴν ὑπομονή του, γιατί ξέρω ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι κάπως ὑπομονετικοὶ στοὺς πειρασμούς, στὴν ἀσθένεια κ.λ.π. Ξεκινήσαμε γιὰ τὸ κελλί του.

Ὅταν ἀντικρυσα αὐτὸν τὸν Γέροντα εἶδα ὅτι δὲν ἀνυπομονοῦσε, ἀλλὰ ὅτι τὸν εἶχαν περικυκλώσει οἱ δαίμονες. Ἀφοῦ μείναμε οἱ δύο μας μὲ τὸν ἀσθενῆ, τὸν ρώτησα ἂν τὸν πλησίασαν πονηρὰ πνεύματα. Ἀπάντησε καταφατικά. Ἦταν ἐξαγριωμένος, κοίταζε δεξιὰ – ἀριστερὰ καὶ προσπαθοῦσε νὰ πάρη προφυλακτικὰ μέτρα σὰν νὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν δαγκώσουν σκυλιὰ λυσσασμένα. Τόνωσα τὴν φωνή μου, γιὰ νὰ ἀποσπάσω τὴν προσοχή του ἀπὸ τοὺς δαίμονες, καὶ τὸν ρώτησα τί τὸν ἔλεγαν τὰ δαιμόνια. «Οὔ…! τί μου λένε…, δὲν λέγεται». «Ὄχι, ὄχι! Γιὰ πρόσεξε καλά, τοῦ εἶπα, γιατί αὐτὰ γνωρίζουν καλύτερα τὰ δικά μας ἁμαρτήματα ἀπ’ ὅσο τὰ ἐνθυμούμεθα ἐμεῖς». Οἱ δαίμονες τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ διάφορα σφάλματα, ποὺ κατὰ τὸ πλεῖστον δὲν τὰ εἶχε ἐξομολογηθῆ καὶ τοῦ τὰ θεάτριζαν, γιὰ νὰ τὸν ἀπελπίσουν. Μου τὰ ἔλεγε κι ἐγὼ του τὰ ἔπαιρνα ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ κάμη τὸ ἔλεός Του καὶ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτὴ τὴ δύσκολη ὥρα ποὺ βρέθηκε.

Ἐπειδὴ ἔβλεπα, ὅμως, ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀνήσυχος, ἀπελπισμένος, ἐξαγριωμένος, του ζήτησα νὰ φύγω λίγο ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς ἀδελφότητος νὰ του κάνουν κομποσχοίνι. «Ὄχι πνευματικέ, μου λέει, κάθισε δίπλα μου». Μὲ παρακαλοῦσε μὲ ἀγωνία. Τὸν ἔπεισα καὶ ἀπομακρύνθηκα 2-3 λεπτὰ ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ ζητήσω τὴν προσευχὴ τῶν πατέρων. Ὅταν ἐπέστρεψα, τὸν βρῆκα εἰρηνικό. Οἱ δαίμονες, ὅπως μου εἶπε, ἦταν ἐκεῖ, ἀλλὰ σιωποῦσαν.

Τὸ βράδυ, στὴν κατ’ ἰδίαν ἀγρυπνία, ἐνίωσα ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια ποὺ ἦταν στὸν γέροντα ἦλθαν μέσα στὸ δικό μου κελλὶ καὶ μοῦ δημιουργοῦσαν ἀνησυχία, φασαρία. Στὰ χρονικά μου γιὰ πρώτη φορὰ γνώρισα τόσα δαιμόνια, τόσο κοντά, τόσο αἰσθητὰ νὰ μὲ πολεμοῦν. Ἄναψα τὴ λάμπα νὰ διαβάσω, ἀλλὰ ποὺ νὰ διαβάσω! Δεξιὰ-ἀριστερὰ δαιμόνια! Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Ἤξερα ὅτι ἤθελαν νὰ μὲ φοβίσουν, γιὰ νὰ μὴ ξαναπάω στὸν γέροντα, ἀλλὰ ἐγὼ τοὺς ἀπάντησα: «Ἐσεῖς τὴ δουλειά σας κι ἐγὼ τὴ δική μου δουλειά». Ἔπειτα, στὴ Θεία Λειτουργία, δὲν παρουσιάστηκαν καθόλου.

Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας ξαναπῆγα στὸν ἄρρωστο, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω μὲ εὐχέλαιο, ἐξομολόγησι καὶ ὅλα τὰ ἀπαραίτητα. Τὸν ρώτησα ἂν ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δαιμόνια εἶναι ἐκεῖ καὶ ὁ φύλακας ἄγγελός του. Ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ ἐπίσης ὅτι περιμένει ἀνωτέρα διαταγὴ γιὰ νὰ τὸν «πάρη». «Καλά, τοῦ εἶπα, τὸν δικό σου ἄγγελο τὸν βλέπεις, τοὺς δικούς μας (γιατί ἤμουν μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο πνευματικὸ) δὲν τοὺς βλέπεις;» «Τοὺς βλέπω, ἀπάντησε, καὶ μάλιστα οἱ δικοί σας ἄγγελοι φέρουν σὰν στέμμα στὸ κεφάλι καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο» (ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ ἄγγελοι ποὺ φυλάγουν τοὺς πνευματικοὺς ἔχουν κάτι ἰδιαίτερο ἐπάνω τους). Στὴ συνέχεια μοῦ εἶπε ὅτι τὴν Δευτέρα (ἦταν Παρασκευὴ) θὰ γίνη πανήγυρις (ἐννοοῦσε τὴν κηδεία του) καὶ ὅτι θὰ παρευρεθοῦν καὶ κάποια πρόσωπα ποὺ ἔλειπαν ἐκεῖνες τὶς μέρες, πράγμα ποὺ ἔγινε. Στὰ τελευταῖα του οἱ δαίμονες, ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ἔχασαν αὐτοί, λόγω τοῦ ὅτι ὁ γέροντας ἐξωμολογήθηκε τὶς ἁμαρτίες του, ἐξαγριώθηκαν καὶ θέλησαν νὰ τὸν ὑποσκελίσουν σὲ κάτι σοβαρό, ὥστε νὰ χάση τὴν ψυχή του. Τὴν νύχτα τῆς προπαραμονῆς τοῦ θανάτου του ἔστειλα τὸν π. Ἰωσήφ, νὰ τόν συμπαρασταθοῦν νὰ τοῦ κάνουν κομποσχοίνι καὶ νὰ τὸν ξενυχτίσουν. Ὅταν πῆγα τὸ πρωί, μοῦ εἶπε ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας, παρὰ λίγο νὰ χάση τὴν ψυχὴ του ἐξ αἰτίας τῆς πονηρίας τῶν δαιμόνων. Τοῦ ἔδειχναν δήλ. ἕνα σταμνὶ γεμάτο μὲ νερό, ποὺ ἦταν ἐκεῖ δίπλα, καὶ τοῦ ἔλεγαν πώς, ἂν τὸ πιῆ ὅλο, θὰ γίνη καλά. Ὁ γέροντας κατάλαβε πώς, ἂν τὸ ἔκανε αὐτό, θὰ ἔσκαζε, ἀλλὰ τὸν νίκησε ὁ λογισμὸς νὰ τὸ κάμη, γιὰ νὰ τελειώση τὸ βάσανό του. Ζήτησε τὸ σταμνὶ ἀπὸ ἕναν πατέρα, ἀλλὰ ἐπενέβη ἄλλος καὶ εἶπε πὼς ἂν τὸ κάμη αὐτὸ θὰ πεθάνη. Ἔτσι ξέφυγε κι ἀπ’ αὐτὴ τὴν παγίδα τῶν δαιμόνων.

Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὸν βρῆκα νὰ κάθεται εἰρηνικὸς σὲ μία πολυθρονίτσα. «Εἶμαι πολὺ καλά, πνευματικέ μου, μοῦ εἶπε, ὁ Θεὸς νὰ σὲ ξεπληρώση τὸ καλὸ πού μοῦ ἔκαμες». Ἔφυγα, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ λίγο μετὰ τὴν ὁλονύκτιο ἀγρυπνία καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ ἐπιστρέψω ξανὰ στὸν ἑτοιμοθάνατο. Ὅταν ξύπνησα, ἔμαθα ὅτι πρὸ μισῆς ὥρας χτύπησαν οἱ καμπάνες. Πράγματι ὁ γέροντας εἶχε τελειώσει.

Αὐτὴ ἡ περίπτωσις φανερώνει ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἦταν προετοιμασμένος καλὰ γιὰ τὴν ἔξοδό του. Τώρα θὰ σᾶς πῶ καὶ τὴν περίπτωσι τοῦ προετοιμασμένου καλῶς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ διαφορὰ μεταξύ τους.

Αὐτὸς ὁ καλῶς προετοιμασμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Γέροντάς μου. Ὅταν καθόταν γιὰ νὰ προσευχηθῆ, πρῶτα σκεπτόταν πὼς πέρασε τὴν ἡμέρα, ποιὸ πάθος τὸν ἐνοχλεῖ, ποιὰ ἀδυναμία ζῆ καὶ ἔπαιρνε νέα ἀπόφασι, γιὰ νὰ τὰ καταπολέμηση νὰ σβήσουν. Αὐτὴ ἡ προεργασία γινόταν κάθε νύχτα στὴν προσευχὴ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν εἶχε ἑτοιμάσει ἀνθρωπίνως, θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, τέλεια, ὥστε νὰ ἀντιμετώπιση τὸν θάνατο. «Παιδί μου, πῶς θὰ περάσω τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου», μοῦ ἔλεγε. «Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα τακτοποιημένα».

Τὸ ὅτι ἦταν πολὺ καλὰ προετοιμασμένος τὸ ἔδειξαν οἱ προθανάτιες καταστάσεις. Μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις ἦταν ὅτι ἔκλαιγε ἀπὸ πολὺ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας. Δὲν εἶχε κανέναν ἔλεγχο στὴ συνείδησή του. Περίμενε τὸν θάνατο σὰν μία πανήγυρι, σὰν μία λύτρωσι ἀπὸ τὴν πίεσι ἐδῶ τοῦ κόσμου, ἀνυπομονοῦσε νὰ δὴ τὸ Θεῖο Πρόσωπο καὶ νὰ ἀπολαύση καὶ νὰ χορτάση τὸ κάλλος Του, νὰ μπῆ μέσα στὸ ἀγγελικὸ τάγμα, τὸ ὁποῖο συνεχῶς τὸ ἐζοῦσε. Γι΄αὐτὸ καὶ λίγο πρὶν τὸν θάνατό του στενοχωριόταν ποὺ δὲν ἔφευγε, ἐνῶ ἡ πληροφορία ἀπὸ Θεοῦ ἦταν τέλεια καὶ θετικὴ καὶ ἡ ἀπόφαση παρμένη. «Τώρα, Γέροντα, τοῦ εἶπα ἐγώ, ἐμεῖς θὰ κάνουμε κομποσχοίνι καὶ ἐσεῖς θὰ φύγετε». Πράγματι σὲ ἕνα εἰκοσάλεπτό της ὥρας, ἐκεῖ ποὺ ὁ Γέροντας μιλοῦσε στοὺς πατέρες κοίταξε πρὸς τὸν οὐρανό, εἶδε κάτι ποὺ αὐτὸς μόνο τὸ εἶδε καὶ δὲν μπόρεσε νὰ μᾶς τὸ πῆ, ἔκλινε τὸ κεφάλι, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ λέγοντας τὸ «φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε, ὅλα τελείωσαν» δέχθηκε τὸν ὕπνο τοῦ μακαρίου ἀνθρώπου.

Γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ὁ Γέροντας μας ἔκαμνε πολλὲς διδασκαλίες μὲ πολλὰ παραδείγματα καὶ ἱστορικὰ ἀπὸ διαφόρους ἀνθρώπους καὶ ἔτσι μᾶς τὴν εἶχε ἐμφυτεύσει πολὺ βαθειὰ στὴν ψυχή μας. Μὲ τὸ ποῦ ξυπνούσαμε τὸ ἡλιοβασίλεμα, γιὰ νὰ ξεκινήσουμε τὴν ἀγρυπνία, νιώθαμε αὐτὴ τὴ μνήμη νὰ μᾶς προκαταλαμβάνη καὶ νὰ μᾶς προδιαθέτη, ὥστε νὰ δοθοῦμε στὴν προσευχὴ μὲ κατάνυξι, μὲ περισυλλογή, μὲ πένθος, γιὰ νὰ βροῦμε λίγο τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ.

Πράγματι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη ὥρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτὴ τὴν ὥρα πλησιάζουν οἱ δαίμονες, ἔχουν στὰ χέρια τοὺς διάφορα χαρτιὰ μὲ γραμμένα τὰ διάφορα ἁμαρτήματα λεπτομερῶς. ακόμη καὶ τὴν ὥρα, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ προσώπου, μὲ τὸ ὁποῖο κάναμε κάποια ἁμαρτία. Τὰ παρουσιάζουν, γιὰ νὰ φοβήσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ποῦν ὅτι μὲ τόσα πολλὰ ἁμαρτήματα δὲν ὑπάρχει ἔλεος Θεοῦ καὶ σωτηρία, ὁ Ἅδης τὸν περιμένει, νὰ χάση τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ πιστεύση ὅτι θὰ τοῦ φερθῆ σὰν δήμιος, ποὺ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πάρη τὴν ἐκδίκησί του. Ἡ ψυχὴ συστέλλεται, μαζεύεται, χάνει τὸ ἠθικό της καί, χωρὶς νὰ τὸ θέλη, κάθεται καὶ προσέχει τί λένε οἱ δαίμονες. Πρέπει νάναι πολὺ γενναία ἡ ψυχή, νὰ ἔχη πολὺ μεγάλη μαρτυρία συνειδήσεως μέσα της, ὅτι εἶναι ἐντάξει. ότι ὅλα ὅσα λένε οἱ δαίμονες εἶναι ψέμματα.Κι ἂν δὲν εἶναι ψέμματα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ἔχουν τακτοποιηθῆ μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι.

Τὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ φύγη, τὸν εἶδαν οἱ μαθηταί του νὰ κλαίη καὶ ἀπόρησαν. «Κι ἐσύ, Γέροντα, φοβεῖσαι τὸν θάνατο; Ἐμεῖς τί ἔχουμε νὰ ποῦμε;» Κι ὁ μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν προετοιμασία Ἀρσένιος ἀπάντησε: «Παιδιά μου, αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου δὲν τὴ λησμόνησα ποτὲ καὶ γι΄αὐτὸ δὲν ἀμέλησα ποτὲ τὰ καθήκοντά μου».

Ἡ μνήμη αὐτὴ τοῦ θανάτου εἶναι πάρα πολὺ δυνατή, συνέχει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει προσεκτικό. Λεπτύνει τὴν συνείδησι καὶ τὴν φέρνει στὸ σημεῖο νὰ ἐλέγχη καὶ τὰ παραμικρὰ ἁμαρτήματα καὶ νὰ ὠθῆ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὰ τακτοποιῆ, γιὰ νάναι ἐντάξει ἀπέναντί τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ δὲν ξέρουμε τί θὰ μᾶς συμβῆ. Πόσο πρέπει νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι μὲ μία προσεκτικὴ ζωή!….

Δὲν ξέρουμε τὴ στιγμὴ καὶ τὴν ὥρα, ποὺ θὰ μᾶς καλέση ὁ Θεός. Γιαυτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε προσεκτικὴ ζωή. Σὰν μοναχοὶ νὰ προσπαθοῦμε ὁλοένα καὶ νὰ καλυτερεύουμε τὴν ψυχική μας κατάσταση, νὰ μὴν ἀδιαφοροῦμε, νὰ μὴν παίρνουμε τὰ πράγματα ρηχά, νὰ κοιτᾶμε τὸν σκοπό μας….

Νὰ τηροῦμε τὰ μοναχικά μας καθήκοντα, να΄χουμε ἀγάπη, ἀδελφοσύνη, νὰ μὴ πικραίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴ σκανδαλίζη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ ὑπομένουμε ἀλλήλους. Ὁ ἕνας νὰ συνεργῆ στὸ καλό του ἄλλου μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα. Νὰ ὠφελούμεθα, νὰ ὠφελοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ μᾶς πλησιάζουν καὶ ἔρχονται νὰ δοῦν κάτι καλύτερο στὸ μοναστήρι. Ἔχουμε χρέος καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, τοὺς λαϊκούς. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὠφέλιμος, καὶ στὸν ἑαυτὸ του εἶναι ὠφέλιμος καὶ στὸν πλησίον του. Ὅπως, ὅταν κανεὶς ἔχη μικρόβιο κολλητικό, τὸ μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους, ἔτσι γίνεται καὶ στὰ πνευματικά. Ὅταν εἶναι κανεὶς ψυχικὰ ἄρρωστος, μεταδίδει τὴν ἀσθένειά του καὶ στὸν ἄλλον καὶ τὸν παρασύρει στὸ κακό. Καὶ θὰ δώσουμε λόγο, ἐὰν σκανδαλίζουμε τὸν πλησίον μας….

Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ σὰν συμβουλὲς καὶ εὔχομαι νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ προετοιμαζώμεθα συνέχεια, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς σωτηρίας. Ἀμήν.

* Αποσπάσματα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας πρὸς μοναχοὺς περὶ μνήμης θανάτου.

Πηγή: agiazoni.gr