Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - Γέροντες

Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην; (Επιστολή Η΄)

26 Ιανουαρίου 2023

Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην; (Επιστολή Η΄)

Ουδέν άλλο δύναται τόσον να βοηθήσει και κατευνάσει τον θυμόν και όλα τα πάθη, όσον η αγάπη προς τον Θεόν και πάντα συνάνθρωπον. Με την αγάπην ευκόλως νικάς παρά με τους άλλους αγώνας.

Αλλά και αγωνιζόμενος δεν αισθάνεσαι πόνον, οπόταν κυριεύει τον νουν η αγάπη. Δι’ αυτό η αγάπη δεν πίπτει, εφ’ όσον της ψυχής το πηδάλιον κατευθύνεις πάντοτε προς αυτήν. Και ό,τι συμβεί, φωνάζεις το σύνθημα·
– Δια την αγάπην σου, Ιησού μου, γλυκεία αγάπη!, βαστάζω τας ύβρεις, ονείδη, αδικίας, κόπους, και πάσας τας θλίψεις, ό,τι ήθελε μου συμβεί. Και ευθύς, τοιαύτα λογιζόμενος, το φορτίον του πόνου ελαφρούται και η πικρία του δαίμονος καταπαύει.
Και πίστευσον εις αυτό όπου μέλλω να σου ειπώ. Μίαν φοράν, ένεκα των αλλεπαλλήλων μου φρικτών πειρασμών, είχον κυριευθεί από λύπην και αθυμίαν και εδικαζόμην προς τον Θεόν ως αδικούμενος.
Ότι παραδίδει με εις τόσους πολλούς πειρασμούς, χωρίς να τους αναχαιτίζη ολίγον, να παίρνω καν ολίγην ανάσα. Και εις αυτήν την πικρίαν ήκουσα μίαν φωνήν ένδον μου πολύ γλυκείαν και πολύ καθαράν με άκραν συμπάθειαν
– Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην; Και με την φωνήν εχύθην εις δάκρυα τόσον πολλά, και μετενόουν δια την αθυμίαν όπου είχον κυριευθεί. Δεν αλησμονώ ποτέ μου αυτήν την φωνήν, την τόσο γλυκείαν, όπου αμέσως εξηφανίσθη ο πειρασμός και όλη η αθυμία.
– Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην;
– Ω γλυκεία όντως Αγάπη! Δια την αγάπην Σου εσταυρώθημεν και όλα βαστάζομεν!
Διηγήσατό μοι πάλιν εκείνος ο αδελφός ότι μίαν φοράν είχε λύπην δια τινα αδελφόν, όπου τον εσυμβούλευε και αυτός παρήκουε, και είχε λύπην πολλήν δι’ αυτόν. Και προσευχόμενος ήλθεν εις έκστασιν.
Και βλέπει τον Κύριον επί του Σταυρού καρφωμένον, όλον εν μέσω φωτός. Και εγείρας την κεφαλήν ο Χριστός στρέφει προς αυτόν και τον λέγει:
– Ιδέ εις εμένα πόσα υπέφερα δια την αγάπην σου! Συ τι υπέφερες; Και με τον λόγον διελύθη η λύπη, επληρώθη χαράς και ειρήνης, και χέων δακρύων πηγάς εθαύμαζε και θαυμάζει εις τήν συγκατάβασιν του Κυρίου. Όπου αφήνει τας θλίψεις, αλλά και πάλιν παρηγορεί, οπόταν βλέπει να αθυμούμεν.
Δια τούτο μη αθυμείς· μη στενοχωρησαι εις τας θλίψεις και πειρασμούς, αλλά με την αγάπην του Ιησού μας να ελαφρύνης τον θυμόν και την αθυμίαν.
Και δίδε θάρρος του εαυτού σου λέγων
– Ψυχή μου, μη αθυμείς! Διότι μικρά θλίψις σε καθαρίζει από πολυχρόνιον νόσον. Αλλά και με τ’ ολίγον θα φύγει. Όπως και η αλήθεια είναι αυτή.
Οι πειρασμοί· όσον ολίγη είναι η υπομονή, τόσον μεγάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσον συνηθίζει ο άνθρωπος να τους υπομένει, τόσον μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπον. Και γίνεται στερεός ωσάν βράχος.
Λοιπόν υπομονή! Και αυτό όπου τώρα σου φαίνεται δύσκολον να το κατορθώσεις, αφού θα περάσουν έτη πολλά θα έλθει στο χέρι σου να το κατέχεις ως ίδιον κτήμα, χωρίς να καταλάβεις πόθεν σοι έγινε.
Δι’ αυτό έργασαι τώρα εις την νεότητα χωρίς να λέγης το “διατί” και να αθυμείς. Και όταν γηράσεις θα δρέπεις δράγματα απαθείας. Και θα απορείς· πόθεν σοι εγενήθησαν τοιούτοι ωραίοι στάχυες, αφού εσύ μηδέν εγεώργησας! Και έγινες πλούσιος ο μηδενός άξιος! Και όλοι οι γογγυσμοί, αι παρακοές και αθυμίες σου, εβλάστησαν τοιούτους καρπούς και άνθη ευώδη!
Δια τούτο βιάζου.
Καν μυριάκις πέσει ο δίκαιος, δεν χάνει την παρρησίαν του, αλλά πάλιν εγείρεται και συνάζει δυνάμεις και του επιγράφει νίκας ο Κύριος. Και τας μεν νίκας δεν του τας δείχνει, δια να μην υπεραίρεται· τα δε πεσίματα τά φέρνει προ οφθαλμών του, να τα βλέπει, να πάσχει, να ταπεινώνεται.
Αφού δε παρέλθει τα καταλύματα των εχθρών και κροτήσει νίκας παντού αφανείς, τότε αρχίζει να του δείχνει ολίγον-ολίγον ότι νικά, ότι βραβεύεται»· ότι ψηλαφώσιν αι χείρες του κάτι όπου προηγουμένως εζήτει και δεν του εδίδετο. Και ούτω γυμνάζεται, δοκιμάζεται, τελειούται, καθόσον χωρεί η φύσις, ο νους, η διάνοια, και της ψυχής μας το σκεύος.

Δια τούτο ανδρίζου και ίσχυε εν Κυρίω και μη σμικρύνεις την προθυμίαν σου. Αλλά ζήτει, φώναζε διαρκώς, καν λαμβάνεις καν ου.