«Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος πλούσιος· φορούσε πορφύρα και μεταξωτά ενδύματα κι έκανε γλέντια λαμπρά. Ήταν κι ένας φτωχός που τον έλεγαν Λάζαρο. Αυτός καθόταν στην πόρτα του πλουσίου γεμάτος πληγές κι ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι του. Τα σκυλιά έρχονταν κι έγλυφαν τις πληγές του». Ο Χριστός, λοιπόν, με την παραβολή αυτή μας λέει το εξής· Ήταν κάποιος πλούσιος και ζούσε μέσα σε πολλή κακία. Δεν δοκίμαζε καμιά συμφορά και τα αγαθά του κυλούσαν σαν από πηγές. Το ότι δεν του συνέβαινε τίποτε δυσάρεστο, ούτε καμιά λύπη, ούτε καμιά δυσκολία, το εξυπονοεί η φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Το ότι ζούσε μέσα σε κακία φαίνεται από το τέλος που του έτυχε και πριν από το τέλος, ...





















