Η σκέψη ότι μέσα στις υποχρεώσεις μου ως χριστιανή συμπεριλαμβανόταν η εξομολόγηση με σόκαρε ως έφηβη. Δεν ήθελα να εμπιστευτώ έναν άνθρωπο ντυμένο την αυστηρότητα που πρέσβευε – πίστευα- την τελειότητα. Πώς να τον εμπιστευτώ; Και πώς εμπιστευόμενη θα ένιωθα καλύτερα; Κάτι τέτοιο μου φαινόταν αδιανόητο. Η μοναξιά μου ήταν η ασφάλειά μου, η σιωπή μου ήταν η προστασία μου, η ταραγμένη μου ψυχή ήταν η ηρεμία μου. Φοβόμουν. Το λέω ειλικρινά, φοβόμουν, ντρεπόμουν, προτιμούσα να είμαι στρουθοκάμηλος, να χώνω το κεφάλι μου στην άμμο για να μη βλέπω τις πληγές που η ίδια είχα καταφέρει στην ψυχή μου. Εκείνο το απόγευμα, παραμένει ολοζώντανο στη μνήμη μου, σα χαραγμένο με πυρακτωμένο σίδερο: ήταν εκείνη η Παρασκευή που η αδερφή μου- θαρραλέα ...





















