Ήτανε λέει σκυφτή στο χωραφάκι της, λίγο έξω από το χωριό, εκεί κάτι σα να σκαλαμάτρευε στον απάνω λώρο, όταν, από το πουθενά, ξεπετάχτηκε ένα γεροντάκι ψηλό κι αδύνατο, σκελετωμένο από την ασιτία. Φορούσε ελάχιστα ρούχα και τα γυμνά πόδια του ήταν ματωμένα. Η χτενισμένη γενειάδα του ανέμιζε στο βοριά κι αφού τη χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο, έπειτα της χαμογέλασε. Εκείνη απόρησε, μα τι να κάνει μέσα στο ρυάκι; Σίγουρα θα αρρωστήσει από το παγωμένο νερό. Μα το γεροντάκι δεν έχασε χρόνο, αμέσως της ζήτησε να του χτίσει ένα δωματιάκι, να δυο πέτρες, τη μια πάνω στην άλλη, γιατί εκεί ήτανε, λέει, το σπίτι του. Σα να της έδειξε με τα μάτια τη θέση, που ήθελε να γίνει το καλυβάκι του. Εκείνη κάτι ψέλλισε, για ...





















