Αρχιγουναραίοι καταγράφονται οι Καντακουζηνοί και οι Υψηλάνται. Ούτοι προήρχοντο εκ Πόντου, και εγκατεστάθησαν εις την Πόλιν κατά τους ΙΣΤ' και IΖ΄ αιώνας. Πρώτοι οι Καντακουζηνοί εγένοντο έμποροι γουναρικών, ιδιαιτέρως δε οι αδελφοί Μιχαήλ και Κωνσταντίνος. Ο πρώτος εξ αυτών επρομήθευε κατά έτος εκ της Ρωσσίας εις την αυλήν του σουλτάνου γουναρικά πολύτιμα και άλλας πραγματείας αξίας εξήκοντα χιλιάδων χρυσών λιρών. Αμφότεροι οι αδελφοι ίσχυον τα μάλα διατηρούντες αδιάπτωτον φιλίαν μετά των σουλτάνων Σελήμ του Β' (1524-1574) και Μουράτ του Γ' (1574-1595). Ετέρα οικογένεια η οποία μετήλθεν το επάγγελμα των γουναράδων ήτο και η του Παναγιώτου Νικουσίου έλκουσα την καταγωγήν εκ Τραπεζούντος του Πόντου η κατ’ άλλους εκ Κύπρου, όπερ όλως απίθανον. Αυτός ο Παναγιώτης Νικούσιος (1613-1673) υπήρξεν ο πρώτος Ρωμηός Μέγας Διερμηνεύς ...
Και μεγάλος δεν είναι ο ικανός, που μπορεί να συνθλίψη, να πληγώση, να χτυπήση τον άλλο. Μεγάλος είναι ο ελάχιστος, ο ευαίσθητος, ο ταπεινός, ο αγαπών, που δέχθηκε τη χάρι του Θεού και είναι ανίκανος να κάμη κακό στον άλλο, ανίκανος να τον πληγώση. Και ικανός να υποφέρη, να υπομένη, να πεθαίνη αυτός από αγάπη, για να ζουν, να προκόβουν, να χαίρονται οι άλλοι, που δεν χωρίζονται από τον ίδιο τον εαυτό του. Έτσι να μάθουν σαν τον άγιο Κοσμά να μιλούν, να γράφουν, να διοργανώνουν σχολεία και κοινωνίες. Να κτίζουν πόλεις, χωριά, σπίτια, που να χωρούν τον άνθρωπο, να είναι ανθρώπινα, ώστε ζώντας εκεί ο άνθρωπος να παίρνη αφώνως και ακόπως σωστή αγωγή. Να τραγουδούν, να ψυχαγωγούνται και να είναι πράγματι ...